Στην ταβέρνα του Πατσοπούλου, ενώ ο βορράς εφύσα, και υψηλά εις τά βουνά εχιόνιζεν, ένα πρωί, εμβήκε να πίει ένα ρώμι να ζεσταθεί ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από την γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθεράν του, δαρμένος από τον κουνιάδον του, ξορκισμένος από την κυρα-Στρατίναν την σπιτονοικοκυράν του, και φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του, τον οποίον ο προκομμένος ο θείος του εδίδασκεν επιμελώς, όπως και γονείς ακόμη πράττουν εις τα «κατώτερα στρώματα», πώς να μουντζώνει, να βρίζει, να βλασφημεί και να κατεβάζει κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατά και κόλλυβα. Κι έπειτα, γράψε αθηναϊκά διηγήματα!
Ο προβλεπτικός ο κάπηλος, διά να έρχονται ασκανδαλίστως να ψωνίζουν αι καλαί οικοκυράδες, αι γειτόνισσαι, είχε σιμά εις τα βαρέλια και τας φιάλας, προς επίδειξιν μάλλον, ολίγον σάπωνα, κόλλαν, ορύζιον και ζάχαριν, είχε δε και μύλον διά να κόπτει καφέν. Αλλ᾽ έβλεπες πρωί και βράδυ να εξέρχονται, ατημέλητοι και μισοκτενισμέναι, γυναίκες φέρουσαι την μίαν χείρα υπό την πτυχήν τής εσθήτος, παρά το ισχίον, και τούτο εσήμαινεν, ότι το οψώνιον δεν ήτο σάπων, ούτε ορύζιον ή ζάχαρις.
Ήρχετο πολλάκις τής ημέρας η γρια-Βασίλω, πτωχή, έρημη και ξένη στα ξένα, ήτις δεν είχε προλήψεις, κ᾽ έπινε φανερά το ρούμι της. Ήρχετο και η κυρα-Κώσταινα η Κλησιάρισσα, ήτις εβοηθούσε το κατά δύναμιν εις την εκκλησίαν, ισταμένη πλησίον του μανουαλίου, διά να κολλά τα κηρία, και όσας πεντάρας έπαιρνε την Κυριακήν, όλας τας έπινε, μετ᾽ ευσυνειδήτου ακριβείας, την Δευτέραν, Τρίτην και Τετάρτην.
Ήρχετο κι η Στρατίνα, νοικοκυρά μέ δύο σπίτια, οπού εφώναζεν εις την αυλόπορταν, εις τον δρόμον και εις το καπηλείον όλα τα μυστικά της, δηλ. τα μυστικά των άλλων, και μέρος μεν αυτών έμενον εις την αυλήν, μέρος δε έπιπτον εις το καπηλείον, και τα περισσότερα εχύνοντο εις τον δρόμον· κι εξονομάτιζε τον κόσμον, ποία νοικάρισσα τής καθυστερεί δύο νοίκια, ποίος οφειλέτης τής χρεωστεί τον τόκον, ποία γειτόνισσα τής επήρεν ένα είδος, δανεικόν κι αγύριστον. Ο μαστρο-Δημήτρης ο φραγκορράφτης της εχρωστούσε τρία νοίκια, ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος πέντε, και τον μήνα που έτρεχεν, έξ. Η Λενιώ η κουμπάρα της τής πέρασε δευτέραν υποθήκην με δόλον εις το σπίτι, και τώρα ήτον ανάγκη να τρέχει εις δικηγόρους και συμβολαιογράφους διά να εξασφαλίσει τα δίκαιά της. Η Κατίνα, η ανεψιά της απ᾽ τον πρώτον άνδρα της, τής είχεν αφήσει ένα αμανάτι διά να την δανείσει δέκα δραχμάς, και τώρα κατά την εκτίμησιν δύο χρυσοχόων απεδείχθη ότι το ασημικόν ήτο κάλπικον και δεν ήξιζεν ούτε όσον ήξιζαν τα δύο φυσέκια με τες σκουριασμένες μπακίρες ― τας οποίας, αφού, κατά την συνήθειάν της (αυτό δεν το έλεγεν, αλλ᾽ ήτο γνωστόν), έβγαλεν έξω τον γερο-Στρατήν, τον άνδρα της, την κόρην της, την Μαργαρίταν, και την εγγονήν της, την Λενούλαν, ήνοιξε την κρύπτην, απέθεσεν εκεί το ενέχυρον, έβγαλε το κομπόδεμα, έλαβε τα φυσέκια, και τα ενεχείρισε με τρόπον, οπού εσήμαινε να τα δώσει και να μην τα δώσει, κι εφαίνοντο ως να εκολλούσαν στα χέρια της, εις την πτωχήν την Κατίναν.
Η Ασημίνα, η παλαιά νοικάρισσά της, τραγουδίστρα το επάγγελμα, όταν εξεκουμπίσθη κι έφυγε, τής εχρωστούσε τρία μηνιάτικα κι εννέα ημέρας. και τα μεν έπιπλα, οπού έπρεπε κατά δίκαιον τρόπον να τα εκχωρήσει εις την σπιτονοικοκυράν, τα παρέδωκεν εις τον καύκον της, τον τελευταίον αγαπητικόν της, που να τσάκιζε το πόδι της, να μην είχε σώσει ποτέ… και εις αυτήν δεν έδωκεν άλλο τίποτε, παρά ένα παλιοφυλαχτόν εκεί, λιγδιασμένον, και της είπε μυστηριωδώς ότι αυτό περιείχε τίμιον ξύλον… Σαν εγκρεμοτσακίσθη κι έφυγε, το ανοίγει και αυτή εκ περιεργείας, και αντί τιμίου ξύλου, τι βλέπει;… κάτι κουρέλια, τρίχας, τούρκικα γράμματα, σκοντάμματα, μαγικά, χαμένα πράματα… Τ᾽ ακούτε σεις αυτά;
Εισήλθε ριγών ο μαστρο-Παυλάκης και εζήτησεν ένα ρώμι. Το παιδί του καπηλείου, οπού τον ήξευρε καλά, του είπεν·
―Έχεις πεντάρα;
Ο άνθρωπος έσεισε τούς ώμους με τρόπον διφορούμενον.
― Βάλε σύ το ρούμι, είπεν.
Πώς να έχει πεντάρα; Καλά και τα λεπτά, καλή κι η δουλειά, καλό και το κρασί, καλή κι η κουβέντα, όλα καλά. Καλύτερον απ᾽ όλα η ραστώνη, το δόλτσε φάρ νιέντε των αδελφών Ιταλών. Αν εις αυτόν ανετίθετο να συντάξει τον κανονισμόν τής εβδομάδος, θα όριζε την Κυριακήν διά σχόλην, την Δευτέραν διά χουζούρι, την Τρίτην διά σουλάτσο, την Τετάρτην, Πέμπτην και Παρασκευήν δι᾽ εργασίαν, και το Σάββατον διά ξεκούρασμα. Ποίος λέγει ότι αι εορταί είναι παραπολλαί διά τούς ορθοδόξους Έλληνας, και αι εργάσιμοι είναι πολύ ολίγαι; Αυτά τα λέγουν όσοι δεν έκαμαν ποτέ σωματικήν εργασίαν και ηξεύρουν μόνον διά τούς άλλους να θεσμοθετούν.
Ακριβώς την ώραν ταύτην ήλθεν απ᾽ αντικρύ ο Δημήτρης ο φραγκορράφτης, διά να πίει το πρωινόν του. Μόνην παρηγορίαν είχε να κάμνει αυτά τα συχνά ταξιδάκια, καθώς τα ονόμαζε. Διέκοπτεν επί πέντε λεπτά την εργασίαν του δέκα φοράς την ημέραν, και ήρχετο να πίει ένα κρασί. Έπαιρνεν εργασίαν από τα μαγαζιά κι εδούλευεν ως κάλφας εις το δωμάτιόν του. Εισήλθε και παρήγγειλεν ένα κρασί. Είτα ιδών τον Παύλον:
― Βάλε και του μαστρο-Παυλάκη ένα ρούμι, είπεν.
Ως από Θεού σταλμένος διά να λύσει το ζήτημα τής πεντάρας μεταξύ του πελάτου και του υπηρέτου, εκάθισε πλησίον του Παύλου και ήρχισε τοιαύτην ομιλίαν, η οποία ήτο μεν συνέχεια των ιδίων λογισμών του, εις δε τον Παύλον εφάνη ως συνηγορία υπέρ των ιδικών του παραπόνων.
― Πού σκόλη και γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, είπεν· ούτε καθισιό, ούτε χουζούρι. Τ᾽ Άι-Νικολάου δουλέψαμε, τ᾽ Άι-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, την Κυριακή προχθές δουλέψαμε. Έρχουνται Χριστούγεννα, και θαρρώ πως θα δουλεύουμε χρονιάρα μέρα.
Ο Παύλος έσεισε την κεφαλήν.
― Θέλω κάτι να πω, αλλά δεν ξέρω για να τα σταμπάρω περί γραμμάτου, μαστρο-Δημήτρη μου, είπε. Μου φαίνεται πως αυτοί οι μαστόροι, αυτοί οι αρχόντοι, αυτή η κοινωνία πολύ κακά έχουν διορισμένα τα πράγματα. Αντί να είναι η δουλειά μοιρασμένη ίσα στις καθημερινές, πέφτει μονομιάς και μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικά τίς γιορτάδες, και ύστερα χασομερούμε βδομάδες και μήνες τις καθημερινές.
― Είναι κι η τεμπελιά στο μέσο, είπε μετά πονηράς αυθαδείας το παιδί του καπηλείου, ωφεληθέν από μίαν στιγμήν καθ᾽ ήν ο αφέντης του είχεν ομιλίαν εις το κατώφλιον τής θύρας και δεν ηδύνατο ν᾽ ακούσει.
― Ας είναι, τι να σου κάμει η προκομμάδα κ᾽ η τεμπελιά; είπεν ο Δημήτρης. Το σωστό είναι, πολλά κεσάτια κι ολίγη μαζωμένη δουλειά. Καλά λέει ο μαστρο-Παύλος. Άλλο αν είμαι ακαμάτης εγώ, ας πούμε, ή ο Παύλος, ή ο Πέτρος, ή ο Κώστας, ή ο Γκίκας. Εμένα η φαμίλια μου δουλεύει, εγώ δουλεύω, ο γιος μου δουλεύει, το κορίτσι πάει στην μοδίστρα. και μ᾽ όλα αυτά, δεν μπορούμε ακόμα να βγάλουμε τα νοίκια τής κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε για τη σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε για τον μπακάλη, για το μανάβη, για τον τσαγκάρη, για τον έμπορο. Η κόρη θέλει το λούσο της, ο νέος θέλει το καφενείο του, το ρούχο του, το γλέντι του. Ύστερα, κάμε προκοπή.
―Υγρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη μου, είπεν ο Παυλέτος, αποκρινόμενος εις τούς ιδίους στοχασμούς του. Υγρασία κάτω στα μαγαζιά, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαριά, ρεματισμοί, κρυώματα. Ύστερα κόπιασε, αν αγαπάς, να αργάζεις τομάρια. Το δικό μας το τομάρι άργασε πιά, άργασε…
― Καλά αργασμένο το δικό σου, μαστρο-Παύλε, αυθαδίασε πάλιν ο υπηρέτης, αινιττόμενος ίσως τας μεταξύ του Παύλου και του γυναικαδέλφου του σκηνάς.
Είτα εισήλθεν ο κάπηλος. Ο μαστρο-Δημήτρης απήλθε διά να επαναλάβει την εργασίαν του και η ομιλία έπαυσεν.
Ο μαστρο-Παύλος αφέθη εις τας φαντασίας του. Σάββατον σήμερον, μεθαύριον παραμονή, την άλλην Χριστούγεννα. Να είχε τουλάχιστον λεπτά διά να αγοράσει ένα γαλόπουλο, να κάμει κι αυτός Χριστούγεννα στο σπίτι του, καθώς όλοι. Μετενόει τώρα πικρώς, διότι δεν επήγε τας τελευταίας ημέρας εις τα βυρσοδεψεία να δουλέψει, να βγάλει ολίγα λεπτά, διά να περάσει πτωχικά τας εορτάς. «Υγρασία μεγάλη, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαριά. Κόπιασε να αργάζεις τομάρια! Το δικό μας το τομάρι θέλει άργασμα.»
Είχεν ακούσει τον λαϊκόν μύθον διά τον τεμπέλην, οπού επήγαιναν να τον κρεμάσουν, και όστις συγκατένευε να ζήσει υπό τον όρον να είναι «βρεμένο το παξιμάδι». Εγνώριζε και την άλλην διήγησιν διά το τεμπελχανιό, το οποίον ίδρυσε, λέγουν, ο Μεχμεταλής εις την πατρίδα του Καβάλαν. Εκεί, επειδή το κακόν είχε παραγίνει, ο επιστάτης εσοφίσθη να στρώνει μίαν ψάθαν, επί τής οποίας ηνάγκαζε τούς αέργους να εξαπλώνονται. Είτα έβαλλε φωτιάν εις την ψάθαν. Όποιος επροτίμα να καεί, παρά να σηκωθεί από την θέσιν του, ήτο σωστός τεμπέλης κι εδικαιούτο να φάγει δωρεάν το πιλάφι. Όποιος εσηκώνετο κι έφευγε το πύρ, δεν ήτον σωστός τεμπέλης κι έχανε τα δικαιώματα. Τόσοι Βαλλιάνοι, τόσοι Αβέρωφ και Συγγροί, εσκέπτετο ο μαστρο-Παύλος, και κανείς εξ αυτών να μην ιδρύσει παραπλήσιόν τι εις τας Αθήνας!
Ο μαστρο-Παυλάκης επεριδιάβασεν ακόμη δύο ημέρας, και την άλλην ήτο Παραμονή. Το γαλόπουλον δεν έπαυσε να το ονειροπολεί και να το ορέγεται. Πώς να το προμηθευθεί;
Αφού ενύκτωσε, διωγμένος καθώς ήτον από το σπίτι, απετόλμησε και ήλθεν από ένα πλάγιον δρομίσκον και ήτον έτοιμος να χωθεί εις το καπηλείον. Ο νους του ήτο αναποσπάστως προσηλωμένος εις το γαλόπουλο. Θα εχρησίμευε τούτο, εάν το είχε, και ως μέσον συνδιαλλαγής με την γυναίκα του.
Εκεί, καθώς εστράφη να εμβεί εις το καπηλείον, βλέπει έν παιδίον της αγοράς με μίαν κοφίναν επ᾽ ώμων, ήτις εφαίνετο ακριβώς να περικλείει ένα γάλον, αγριολάχανα, πορτοκάλια, ίσως και βούτυρον και άλλα καλά πράγματα. Το παιδίον εκοίταζε δεξιά και αριστερά κι εφαίνετο να αναζητεί οικίαν τινά. Ήτο έτοιμον να εισέλθει εις το καπηλείον διά να ερωτήσει. Έπειτα είδε τον Παύλον κι εστράφη προς αυτόν:
― Ξέρεις, πατριώτη, τουλόγου σου, πού είναι δω χάμω το σπίτι του κυρ Θανάση του Μπελιοπούλου;
― Του κυρ Θανάση του Μπε…
Αστραπή ως ιδέα έλαμψεν εις το πνεύμα του Παύλου.
― Μου ᾽πε τον αριθμό και τον εξέχασα… τώρα γλήγορα έπιασε σπίτι δω χάμω, σ᾽ αυτό το δρόμο… τον είχα μουστερή από πρώτα… μπροστύτερα καθότανε παραπέρα, στο Γεράνι.
― Του κυρ Θανάση του Μπελιοπούλου! ηυτοσχεδίασεν ο μαστρο-Παύλος· να, εδώ είναι το σπίτι του. Να φωνάξεις την κυρα-Παύλαινα, μέσα, στην κάτω κάμαρα, στο ισόγειο… αυτή είναι η νοικοκυρά του… πώς να πω; είναι γενιά του… την έχει λύσε-δέσε, σ᾽ όλα τα πάντα… οικονόμισσα στο νοικοκυριό του… είναι κουνιάδα του… μαθές, θέλω να πω, ανιψιά του… εφώναξέ την και δώσε της τα ψώνια.
Και βαδίσας ο ίδιος πέντε βήματα, κατά την θύραν της αυλής, έκαμε πώς φώναξε:
― Κυρα-Παύλαινα, κόπιασ᾽ εδώ να πάρεις τα ψώνια που σου στέλνει ο κύριος… ο αφέντης σου.
Καλά ήλθαν τα πράγματα έως τώρα. Ο μαστρο-Παυλάκης έτριβε τας χείρας και ησθάνετο εις την ρίνα του την κνίσαν του ψητού κούρκου. Και δεν τον έμελε τόσον διά τον κούρκον, αλλά θα εφιλιώνετο με την γυναίκα του. Την νύκτα επέρασεν εις έν ολονύκτιον καφενείον και το πρωί επήγεν εις την εκκλησίαν.
Όλην την ημέραν προσεκολλήθη εις μίαν συντροφιάν, έπειτα εις μίαν άλλην παλαιών γνωρίμων του, εις το καπηλείον, οπού έμεινε τας περισσοτέρας ώρας ανοικτόν με τα παράθυρα κλεισμένα, κι επέρασε με ολίγους μεζέδες και με αρκετά κεράσματα.
Τό βράδυ, αφού ενύκτωσεν, επήγε με τόλμην, από τας πολλάς σπονδάς και από την ενθύμησιν του κούρκου, κι έκρουσε την θύραν της οικογενείας του. Η θύρα ήτο κλεισμένη έσωθεν.
― Καλησπέρα, κυρα-Παύλαινα, εφώναξεν απ᾽ έξω. Χρόνους πολλούς. Πώς πήγε ο γάλος; Βλέπεις, εγώ πάλε;
Ουκ ήν φωνή ουδέ ακρόασις. Όλη η αυλή ήτο ήσυχος. τα ισόγεια, αι τρώγλαι, τα κοτέτσια τής κυρα-Στρατίνας, όλα εκοιμώντο. Ο σκύλος μόνον εγνώρισε τον μαστρο-Παύλον, έγρυξεν ολίγον και πάλιν ησύχασε.
Υπήρχον εκεί εκτός από το ψυχομέτρι τριών ή τεσσάρων οικογενειών, οπού εκατοικούσαν εις τ᾽ ανήλια δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα όρνιθες, τέσσαρες γάτοι, δύο ινδιάνοι και πολλά ζεύγη περιστερών. Αι δύο γίδες ανεχάραζαν βαθιά εις το σκεπασμένον μανδράκι τους, αι όρνιθες έκλωζον υποκώφως εις τα κοτέτσια τους, τα περιστέρια είχαν μαζωχθεί εις τούς περιστερώνας περίτρομα από το κυνήγι, οπού ήρχιζον την νύκτα εναντίον των οι γάτοι. Όλοι αυτοί οι μικροί θόρυβοι ήσαν το ρογχάλισμα τής αυλής κοιμωμένης.
Πάραυτα ηκούσθη κρότος βημάτων εις το σπίτι.
―Έ, μαστρο-Παύλε, είπε πλησιάσασα η κυρα-Στρατίνα, να ᾽χουμε και καλό ρώτημα… τι γάλος και γαλίζεις και γυαλίζεις και καλό να μόχεις, ασίκη μου; Είδαμε κι επάθαμε να σκεπάσουμε το πράμα, να μη προσβαλθεί το σπίτι… Εκείνος που ήτον δικός του ο γάλος, ήρθε μεσάνυχτα κι εφώναζε, έκανε το κακό, και μας φοβέριζε όλους, κι η φαμίλια σου, επειδής τον είχε κόψει το γάλο, μαθές, και τον είχε βάλει στο τσουκάλι, βρέθηκε στα στενά.. κλειδώθηκε μες στην κάμερα, και δεν ήξερε τι να κάμει… Είπε και ο κουνιάδος σου… καλό κελεπούρι ήτον κι αυτό, μαθές… και επέρασεν η φαμίλια σου όλην την ημέρα κλειδομανταλωμένη μέσα, από φόβο μη ξαναέλθει κείνος που ᾽χε το γάλο και μας φέρει και την αστυνομία… ήτον φόβος να μην προσβαλθεί κι εμένα το σπίτι μου. Άλλη φορά, τέτοια αστεία να μην τα κάνεις, μαστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολή να λείπει από το σπίτι μου εμένα! Τ᾽ άκουσες;
Ο μαστρο-Παύλος ηρώτησε δειλά:
― Τώρα… είναι μέσα η φαμίλια μου;
― Είναι μέσα όλοι τους, κι έχουνε κλειδωμένα καλά, και το φως κατεβασμένο, διά τον φόβο των Ιουδαίωνε. Κοίταξε μη σε νοιώσει από πουθενά κείνος ο σκιας, ο κουνιάδος σου, πάλε…
― Είναι μέσα;
―Ή μέσα είναι ή όπου είναι έφτασε… να, κάπου ακούω τη φωνή του.
Ηκούσθη τώ όντι μία φωνή εκεί πλησίον, ήτις δεν υπέσχετο καλά διά τον νυκτερινόν επισκέπτην.
―Έ, μαστρο-Παυλίνε, έλεγε, καλός ήτον ο γάλος;
Ποίος ήτον ο ομιλήσας, άδηλον. Ίσως να ήτον ο μαστρο-Δημήτρης, ο γείτων. Δυνατόν να ήτο και ο φοβερός γυναικάδελφος του μαστρο-Παύλου.
― Και να μην πάρω κι εγώ ένα μεζέ; παρεπονέθη ως τόσον ο άνθρωπός μας.
― Τι σου χρειάζεται ο μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; επανέλαβεν η Στρατίνα. Τα πράματα είναι πολύ σκούρα, άφ᾽σε τ᾽ αυτά! Δουλειά, δουλειά! Η δουλειά βγάζει παλικάρια. Ό,τι έγινε έγινε, να πας να δουλέψεις, να μου φέρεις κι εμένα τα νοίκια μου. Τ᾽ ακούς;
― Τ᾽ ακούω.
― Φέρε μου εσύ τον παρά, κι εγώ, με όλη τη φτώχεια, την θυσιάζω μια γαλοπούλα και τρώμε.
Ηκούσθη από μέσα βραχνός μορμυρισμός, είτα φωνή μικρού παιδίου είπε:
― Την υγειά σου, ματο-Πάλο, τεμπελόκυλο, κακέ πατέλα. Τόνε φάαμε το λάλο. Να πάλε και συ πέντε, κι άλλα πέντε, δέκα.
Προφανώς ήτον μέσα ο φοβερός ο γυναικάδελφος, και είχε δασκαλέψει το παιδί να τα φωνάξει αυτά.
― Μη στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο μου, είπεν η Στρατίνα· το καλό που σου θέλω! Δρόμο τώρα, και μεθαύριο δουλειά, δουλειά!
Ηκούσθη κρότος, ως να εσηκώθη τις από μέσα, και να επλησίαζε με βαρύ βήμα προς την θύραν…
― Δρόμο, επανέλαβε μηχανικώς ο Παύλος, συμμορφούμενος εμπράκτως με την λέξιν… δρόμο και δουλειά!
Τα σχόλια είναι κλειστά.