Είναι γνωστή σε όλους τους Έλληνες η Μονή του Αγίου Νεκταρίου στην Αίγινα. Πρόκειται για το μοναστήρι που ίδρυσε ο Άγιος του 20ου αιώνα με δέκα νέες που τον ακολούθησαν από την Αθήνα. Ανάμεσα σ᾿ αυτές ξεχώριζε η Χρυσάνθη Στρογγυλού, μία τυφλή Κρητικοπούλα.
Γεννήθηκε το 1867 στα Χανιά της Κρήτης, όταν έβραζε η κρητική επανάσταση για την απαλλαγή από τον τουρκικό ζυγό. Σε ηλικία εννέα μηνών έχασε το φως της από μηνιγγίτιδα. Οι γονείς της Νικόλαος και Μαρία, ευσεβείς άνθρωποι την φώτισαν με το χριστιανικό φως. Έτσι όταν η τυφλή Χρυσάνθη ήρθε στην Αθήνα, φιλοξενήθηκε από ευσεβείς οικογένειες και χάρη στην πνευματική της καλλιέργεια αγαπήθηκε απ᾿ όλους. Πήγαινε τακτικά στην Εκκλησία, στους Ταξιάρχες, στο Πολύγωνο. Φορούσε καλογερικά. Εκεί τη συναντούσε η Αικατερίνα Ματθοπούλου, ευσεβής και εύπορη. Ήταν νύφη του π. Ευσεβίου Ματθοπούλου. Εκεί σύχναζε η ευσεβής κόρη όπου και εγνώρισε τον Άγιο Νεκτάριο, που είχε επισκεφθεί τον σπίτι της κ. Ματθοπούλου μετά από ένα μνημόσυνο. Από τότε η κ. Χρυσάνθη με μια ομάδα καλών κοριτσιών είχαν για πνευματικό τους πατέρα τον Άγιο Νεκτάριο. Οι πνευματικές συναντήσεις αυτές γίνονταν στο σπίτι της νύφης του π. Ευσεβίου Ματθόπουλου. Τις αφοσιωμένες αυτές καρδιές τις πυρπολούσε ο πόθος της ολοκληρωτικής αφιερώσεως στο Θεό. Το 1904 ο Σεβ. Νεκτάριος διάλεξε ένα μέρος στη θέση Ξάντος στην Αίγινα όπου υπήρχε άλλοτε η Μονή της Ζωοδόχου Πηγής. Εκεί αποφάσισαν να μείνουν ο Άγιος με τις 10 νέες.
Με την πνευματική διαύγεια που διέκρινε τον Άγιο, όρισε για ηγουμένη την τυφλή Χρυσάνθη που μετονομάστηκε Ξένη μοναχή.
Υπάρχουν προφορικές μαρτυρίες πιστών Αιγινητών, όπου καταδεικνύεται ο θαυμαστός βίος, το προφητικό και προορατικό χάρισμα της γερόντισσας, όπως και η εκ μέρους των συμμοναζουσών της βαθιά εμπιστοσύνη και αφοσίωση ως προς την οσία. Οι ενθυμήσεις που έχουν διασωθεί είναι απολύτως χαρακτηριστικές, παραθέτουμε ενδεικτικά ορισμένες από αυτές:
«Ήταν η πρώτη ηγουμένη του Μοναστηρίου» έλεγε η Ευαγγελία Μπέση. «Αγία γυναίκα. Ήταν προικισμένη με πολλές αρετές. Εφάρμοζε κατά γράμμα τις συμβουλές του Σεβασμιότατου και βοηθούσε και τις αδελφές να τις εφαρμόσουν και αυτές. Την σέβονταν όλες. Είχε και θαυμάσιο ποιητικό τάλαντο. Ήταν θρησκευτική ποιήτρια. Έγραφε ύμνους στο Χριστό, στην Παναγία, στους Αγίους. Υπέροχη ψυχή. Άνθρωπος του Θεού».
Παρεμφερείς είναι και οι ενθυμήσεις του Σωτηρίου Οικονόμου, μαθητού του Αγίου Νεκταρίου στην Ριζάρειο Σχολή, διηγείται με έμφαση: «Αγία ψυχή! Μάλιστα απορώ πως δεν την ανακήρυξαν και αυτήν αγία».
Η Πετρούλα Βότση-Γιαννακοπούλου αφηγήθηκε προσωπική της εμπειρία: «Ήταν Άγιος άνθρωπος! Χαριτωμένος. Είχε και χάρισμα προορατικό. Εκεί που είναι σήμερα το εξομολογητήριο, ήταν παλιά πορτίτσα μισή – μισή πάνω μισή κάτω. – Καλημέρα Γερόντισσα, της έλεγα. -Καλώς την Πετρούλα, αποκρινόταν καλοσυνάτα. Όποιος και αν την πλησίαζε, δίχως φυσικά να βλέπει, ούτε μία ακτίνα φως, επικοινωνούσε μαζί του σαν να έβλεπε κανονικά. Λέτε και δεν ήταν τυφλή. Είχε χάρισμα…».
Ιδιαιτέρως σημαντική είναι και η μαρτυρία της ανιψιάς της, Μαρίας Στρογγυλού: «Όταν προσευχόταν, νόμιζες πως δεν πατούσε στη γη! Ότι βρισκόταν στον ουρανό!»
Η Αιγηνίτισσα μοναχή Νεκταρία έλεγε γι᾿ αυτή: «Ήταν αγία γυναίκα! Ευωδιάζουν τα οστά της! Πολλά βράδια στο απόδειπνο -αφού είχε κοιμηθεί ο Άγιος- έβλεπε ένα Γεροντάκι με το σκουφάκι του το μαύρο και περιφερόταν γύρω-γύρω, την ώρα της ακολουθίας. Δεν έβλεπε καθόλου. Αλλά τα πάντα «έβλεπε». Όταν έμπαινε στο Ναό έλεγε: -Γιατί παιδιά μου έχουν σκόνη οι Εικόνες αυτές; Μια μέρα μου είπε: -Γιατί Ζηνοβία φοράς τόσο κοντό φουστανάκι, αφού θα γίνεις μοναχή;»
Τον Άγιο τον ξενύχτησαν πολλοί στο Μοναστήρι. Η Γερόντισσα Ξένη γύριζε γύρω-γύρω και παρηγορούσε τον κόσμο που έκλαιγε. Το απόγευμα πριν κοιμηθή ο Δεσπότης, οι καλόγριες πήραν τηλεγράφημα που έλεγε ότι πάει καλύτερα στο Αρεταίειο. Χάρηκαν. Η Ξένη όμως δεν χάρηκε. Τον είχε δεί στην αυλή του Μοναστηριού και της είπε: -Ήρθα να σας χαιρετίσω. Αναχωρώ! Ύστερα από λίγη ώρα μάθαμε τα μαντάτα. Ο Δεσπότης κοιμήθηκε.
Στις εκατόν τριάντα έξι σωζόμενες επιστολές του αγίου Νεκταρίου, οι εκατόν δέκα περίπου αποστέλλονται προς την «οσιωτάτην εν Κυρίω αγαπητήν οσίαν Ξένην». Η οσία παρά την ασθενικήν της κράση εβίαζε τόσον εαυτήν προσευχομένη και νηστεύουσα, ώστε ο ίδιος ο άγιος να αισθάνεται την ανάγκη να της υπενθυμίζη ότι δεν πρέπει να εκθέτη την υγεία της σε κίνδυνο. Άλλοτε πάλι, της έγραφε «να ολιγοστεύση τα κομβοσκοίνια». Εκείνη, βεβαίως, πειθαρχούσε, διότι ήτο άνθρωπος υπακοής, εγνώριζε, εξ άλλου, καλώς τι θα απαντούσε ο άγιος όταν οποιαδήποτε μοναχή παρήκουε τις νουθεσίες του: «Φυλάξατε τας συνθήκας του αγίου σχήματος και τους νόμους Του».
Η ίδια είχε μεγάλη ευαισθησία και φόβο Θεού προκειμένου να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων, ποτέ δεν μεταλάμβανε αν δεν έπαιρνε την ευλογία του αγίου. Είχε βαθιά ταπείνωση. Αρκεί να μνημονευθεί ότι όταν της έδιναν καινούργιο ράσο δεν επιθυμούσε να το φοράη καινούργιο, γι᾿ αυτό έκοβε ορισμένα τεμάχια και τοποθετούσε στην θέση του μπαλώματα, ώστε να φαίνεται παλαιό. Είχε διαυγή διάκριση και θεάρεστη υπομονή. Ο άγιος Νεκτάριος, πεπεισμένος διά την πνευματική της σοφία και σύνεση, της έγραφε να γνωρίση τις αδελφές «ότι οφείλουσιν άπασαι να εξαγορεύονται τους λογισμούς των εις αυτήν», άλλοτε πάλι, της έγραφε: «επιθυμώ ουδεμία των αδελφών πλην σου να διατάσση».
Ασκούμενη και αγιαζομένη τοιουτοτρόπως, κατέστη έμπειρος εις τους όρους του μοναχικού πολιτεύματος. Αυτό φαίνεται και από μία επιστολή του αγίου, ο οποίος της έγραφε για μία αδερφή: «Υπομιμνήσκω αυτή τους όρους του μοναχικού πολιτεύματος. Πρώτον: Αυταπάρνησις. Ταύτη έπεται η εκκοπή του θελήματος και η υποταγή. Δεύτερον: Υπομονή και ταπείνωσις και τα παρεπόμενα ταίς αρεταίς ταύταις. Και τρίτον: Προσοχή και διάκρισις» και εν συνεχεία της παραγγέλει: «Περί αυτών και περί των λοιπών του πολιτεύματος όρων να την διδάξεις συ». Η θεία Ηγουμένη Ξένη – έχουσα υπόψη της το «η βασιλεία των ουρανών βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» – εβίαζε τον εαυτόν της (όπως την καθοδηγούσε ο άγιος) μετά συνέσεως εν πάσι», «ώστε η πίστις, η ελπίς και η αγάπη προς τον Θεόν έβαινον καθ᾿ εκάστην τελειούμεναι». Άκουσε τα λόγια του Θεού και την διδασκαλία του αγίου πατέρα της. Αγωνιζόταν να δουλεύει για το Θεό και να έχει το νού της στο Θεό, και αυτά προσπαθούσε να εμπνεύσει και στις ψυχές των μοναζουσών της αδελφότητος, συνιστώντας σε αυτές την προσευχή, και την προσοχή. Μάλιστα, για να μην το ξεχνούν τις παρακινούσε κάθε μέρα να γράφουν στην παλάμη τους προσοχή και προσευχή. Επαναπαυόμενος ο άγιος από την αγιότητά της, της έδωσε εντολή να σταυρώσει με άγιο λείψανο μία αδερφή. Στη σκέψη της και στη γνώμη της, ο άγιος έδινε πολύ σημασία, γι᾿ αυτό της ανέθεσε εν λευκώ και κατά την κρίση της το πρόγραμμα της Μονής. Ακόμη και το κελλί του το έκτισε τελικά εκεί που είχε την γνώμη της να κτισθεί.
Αυτά είναι στην πνευματική σφαίρα συντελούμενα θαύματα, μια αγράμματος, στερούμενη και του φυσικού φωτός των ματιών, κατορθώνει να διοικεί μοναστική αδελφότητα και να προάγει αυτή πνευματικώς.
Η μοναχή Ξένη «είχε μία πηγαία ποιητική φλέβα, μια ευαίσθητη ψυχή που την λέπτυναν ακόμη περισσότερο ο πόνος και η πίστη. Αισθανόταν την ανάγκη να εκφράζει σε στίχους τα συναισθήματα που την πλημμύριζαν, την αγάπη της για το Χριστό, την Παναγία, το δέος μπροστά στην φοβερή Δευτέρα Παρουσία, το φόβο για τις αμαρτίες της και τον κρυμμένο πόνο, για το βαθύ σκοτάδι που την έζωνε. Οι στίχοι που η τύφλωσή της της εμπνέει τρέμουν από στεναγμό, αλλά δονούνται από απαλή πίστη και απαλύνουν με την παρηγοριά που η ολόψυχη αφοσίωση στο Θεό μπορεί να δώσει».
Εξομολόγηση της τυφλής
Άνθρωποι, λυπηθείτε με για την κατάστασή μου,
και δεηθείτε του Θεού να σώσει την ψυχή μου.
Πιστεύσατε με αδελφοί, αλήθεια το λέγω,
Σε μένα επερίσσευσε το όνομα των έργων.
Αν θέλετε να μάθετε ποία η αρετή μου,
Λέγω, γυμνή παντός καλού υπάρχει η ψυχή μου.
Εστερημένη αρετών και κατακεκριμένη,
και πάσης αγαθότητος εγκαταλελειμένη.
Έχω πτωχείαν άπειρον, πληγάς και ασθενείας
Και κινδυνεύω να χαθώ εις βάθος απωλείας.
Έχω δεινήν αμέλειαν, μεγάλην οκνηρίαν,
Θυμόν υπερηφάνειαν, σκληρότητα, κακία.
Είμαι ψυχρά στην αρετήν, θερμή εις την κακία,
Ετοίμη εις τους γέλωτας και την πολυλογία.
Αντί της κατανύξεως έχω αναισθησία,
Αντί να κλαίω πάντοτε γελώ η τρισαθλία.
Αλλά υπάρχει κάτι τι, και όλα τα καλύπτει.
Ως πότε θα εξαπατώ τον κόσμο η αθλία,
Με τας ψευδείς μου αρετάς και την υποκρισία;
Όταν ο κόσμος με επαινεί, χαίρω και καμαρώνω
Και όταν με ελέγχουσι, λυπούμαι και θυμώνω.
Όσοι με εγνωρίσατε πρέπει να λυπείσθε,
και δάκρυα να χύνετε, όταν θα με ενθυμείσθε.
Παρακαλείτε τον Θεόν να με διαφωτίσει
Και δι᾿ ευχών σας αδελφοί, ελπίζω να με σώση,
Και εκ της δεινής κακίας μου να με ελευθερώσει.
Αυτή είναι η τυφλή Ηγουμένη ποιήτρια Ξένη. Είχε βαθιά ταπείνωση, διαυγή διάκριση και θεάρεστη υπομονή. Ο Θεός της χάρισε και ποιητικό τάλαντο. Δεν είναι βέβαια κάποια ξακουστή ποιήτρια. Τα απλά ποιήματά της όμως δροσερά αγριολούλουδα, κομμένα από τον καλλιεργημένο αγρό της ποιητικής της φύσης, συνθέτουν μία ωραία ανθοδέσμη, που θα διατηρεί αιώνια την ευωδία της, αφού αναφέρονται στον αιώνιο και Αμάραντο Ρόδο, την Παναγία Μητέρα του.
Μας θυμίζουν τα λόγια που είπε ο Μέγας Αντώνιος στον τυφλό Θεολόγο της Αλεξάνδρειας Δίδυμο: «Μην σε ταράσσει που δεν έχεις τους αισθητούς οφθαλμούς, αυτούς που έχουν και οι μύγες και τα κουνούπια. Χαίρε διότι έχεις οφθαλμούς, με τους οποίους και οι άγγελοι βλέπουν, με τους οποίους βλέπουμε το Θεό και το δικό του φως.»
Μερικά ποιητικά θησαυρίσματα σαν της τυφλής αυτής κόρης, μπορούν να δώσουν μία αφορμή για βαθύτερες σκέψεις και αναζητήσεις. Είναι ένας μακρινός απόηχος του Συμεών του Νέου Θεολόγου και του Καισαρίου Δαπόντε. Μια ζωντανή συνέχεια του θρησκευτικού δημοτικού στίχου. Και είναι πολύ συγκινητικό ότι και στη εποχή μας έχουμε τέτοια λουλούδια από την μοναχική ζωή, αλλά και τέτοια γυναικεία αναστήματα, πλάι στον άγιο του αιώνα μας.
Κοιμήθηκε την 1η Νοεμβρίου του 1923.
Τα σχόλια είναι κλειστά.