Θεσσαλονίκη Μάης του 1936:(Ο Επιτάφιος του Γ.Ρίτσου)

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ’36

Το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο

Στα μέσα της δεκαετίας του 1930 η ελληνική οικονομία μπήκε σε φάση μιας πολύ σκληρής ύφεσης. Το 1934 ο όγκος της παραγωγής του συνόλου των βασικών βιομηχανικών και αγροτικών προϊόντων αυξήθηκε κατά 8% – 12% και οι εξαγωγές κατά 14%. Όμως τα πράγματα δεν άλλαξαν κατά πολύ.

Ως άμεση συνέπεια είχαμε την όξυνση των ταξικών αντιθέσεων. Η έντονη «μυρωδιά» των φασιστικών καθεστώτων στην Ευρώπη άρχισε να έρχεται και στην Ελλάδα. Το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα του Πλαστήρα που απέτυχε στις 6 Μάρτη 1933 και η δολοφονική απόπειρα κατά του Βενιζέλου τον Ιούνη του 1933 πιστοποιούν του λόγου το αληθές. Η νίκη του Λαϊκού Κόμματος στις εκλογές του Μάρτη του 1933 ενέτεινε τις προσπάθειες για παλινόρθωση της μοναρχίας. Τα φασιστικά στοιχεία μπαίνουν στον κρατικό μηχανισμό. Κονδύλης και Μεταξάς κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για την εγκαθίδρυση της μοναρχοφασιστικής δικτατορίας με τη βοήθεια της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας.

Το δεύτερο εξάμηνο του 1935 αναπτύχθηκε σημαντικό μαζικό λαϊκό κίνημα. Οι εργάτες των Σερρών τον Αύγουστο κατεβαίνουν σε μεγάλη αντιπολεμική απεργία. Στις 5 Αύγουστου 1935 οι σταφιδεργάτες του Ηρακλείου της Κρήτης κήρυξαν απεργία και πραγματοποίησαν μεγάλη διαδήλωση στην πόλη. Οι δυνάμεις καταστολής διέλυσαν τους διαδηλωτές με τα όπλα. Αποτέλεσμα ήταν 6 νεκροί και αρκετοί τραυματίες. Η απεργία γενικεύτηκε και οι εργάτες κατέλαβαν για λίγες στιγμές την πόλη δημιουργώντας πανικό. Η κυβέρνηση, τρομοκρατημένη από τις εξελίξεις, κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση στρατιωτικού νόμου. Οι εργάτες ενωμένοι κατάφεραν με τον αποφασιστικό αγώνα τους να κερδίσουν τη μάχη και να αναγκάσουν τους εργοδότες να αποδεχτούν τα αιτήματά τους.

Στις 29 Απρίλη 1936 κατέβηκαν σε απεργία διαρκείας οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης, του Βόλου της Δράμας, της Ξάνθης και της Καβάλας ζητώντας την εφαρμογή της συλλογικής σύμβασης. Η μαζική συμμετοχή των καπνεργατών ήταν κάτι το μοναδικό. Συμμετείχαν περίπου 40.000 καπνεργάτες. Οι δύο εργατικές συνομοσπονδίες, η Ενωτική ΓΣΕΕ και η ΓΣΕΕ με ανακοίνωσή τους δήλωσαν πως θα υποστηρίξουν τους δίκαιους αγώνες των καπνεργατών στις διαπραγματεύσεις τους με την κυβέρνηση και τους καπνεμπόρους.
ΟΙ ΚΑΠΝΕΡΓΑΤΕΣ
ΟΙ ΚΑΠΝΕΡΓΑΤΕΣ ΣΤΗΝ ΚΑΒΑΛΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

Το καπνεργατικό ζήτημα, που είχε δημιουργηθεί από το 1919, οξύνθηκε ακόμη περισσότερο με την ανταλλαγή των πληθυσμών, από το 1922 και μετά. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, εισέρευσαν ομαδικά στην πόλη της Καβάλας και στο Νομό της, πολλαπλάσιοι Έλληνες από τους ανταλλαγέντες Τούρκους. Έτσι, δημιουργήθηκε θέμα επιβίωσης, δηλαδή εργασίας, στέγασης και υγειονομικής περίθαλψης. Η ανεργία διογκώθηκε, με συνέπεια να προκαλείται αναταραχή για την εξασφάλιση κι αυτού ακόμα του ψωμιού. Για την επίλυση, κατά κάποιο τρόπο, του στεγαστικού προβλήματος επιτάχθηκαν τα καπνομάγαζα. Έτσι όμως, δεν υπήρχαν και αποθηκευτικοί χώροι. Ένας φαύλος κύκλος δυσκολιών έζωνε την κυβέρνηση.
Η Μικρασιατική καταστροφή με την ομαδική εισροή χιλιάδων προσφύγων στην Ελλάδα, δημιούργησε ακανθώδη προβλήματα σε όλους τους τομείς της ζωής, της οικονομίας, της στέγης, της υγείας, και της ίδιας της επιβίωσης όχι μόνον των προσφύγων, αλλά και των ντόπιων. Ματωμένη η χώρα από πολέμους διαρκείας 10 ετών, έπρεπε να βρει αμέσως τρόπους που θα εξασφάλιζαν εργασία σε όλους, στέγη σε όλους, περίθαλψη σε άνδρες, γυναίκες και παιδιά.
Τα σπίτια του Τουρκικού στοιχείου της ανταλλαγής, δεν κάλυπταν ούτε το ένα τέταρτο από τις στεγαστικές ανάγκες. Δωμάτιο, 4 επί 5, για μία οικογένεια τεσσάρων ατόμων με κοινή κουζίνα που μοιραζόταν σε τρεις ακόμη οικογένειες, συχνά δημιουργούσε προστριβές και τσακώματα. Ήταν που ήταν λιγοστό το νερό στην Καβάλα, ήρθαν και οι πρόσφυγες και η έλλειψη του έγινε ανυπόφορη. Στις κοινόχρηστες βρύσες ουρά οι τενεκέδες για τις ανάγκες της οικογένειας, είτε σε πόσιμο, είτε για πλύσιμο ρούχων, για την καθαριότητα τους.
Δραματική ήταν η κατάσταση αυτών που έμεναν στις καπναποθήκες. Οι τεράστιες σάλες τους χωρίσθηκαν με κουβέρτες, σε δήθεν δωμάτια, για να καλύπτουν τα μυστικά των μελών της κάθε οικογένειας από τα αδιάκριτα βλέμματα των άλλων. Τα αποχωρητήρια κοινά έξω από τις καπναποθήκες, σειρά, ουρά,κωμική αναμονή για την πιο σοβαρή ανάγκη του ανθρώπου.
Ο υποσιτισμός και η ανεργία, το κρύο του χειμώνα, η φοβερή ζέστη το καλοκαίρι, η ελονοσία, η φυματίωση, (αμείλικτη στην κορυφή των άλλων ασθενειών, συνέπεια της γενικής ανθυγιεινής κατάστασης, με τις πλευρίτιδες, τις περιπνευμονίες, τις ηπατίτιδες) ελλοχεύουν στα σχολεία, στα προαύλια των εκκλησιών, στους τόπους διαμονής των άστεγων, γυμνών πλέον προσφύγων που ήρθαν από ευημερούσες ελληνικές πόλεις, από πλούσια χωριά Χριστιανών στην Ανατολία και τη Ρωσία.

Η νοσοκομειακή περίθαλψη ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Το Δημοτικό Νοσοκομείο ήταν τελείως ανεπαρκές, για να δώσει τη στοιχειώδη βοήθεια, ώστε να σωθεί ένας άρρωστος. Η ελονοσία ταλαιπωρούσε τους κατοίκους της περιοχής Χρυσούπολης (του Σαρή Σαμπάν) -όπου όπως έλεγαν, ο Σουλτάνος έστελνε τους αντιπάλους του για να τους εξοντώσει με την αρρώστια- και των Τεναγών των Φιλίππων με τα απέραντα έλη τους, γεννήτριες της νόσου της φυματίωσης που οδηγούσε τελικά στο θάνατο, με την εξασθένιση του οργανισμού.

Ο φυματικός ήταν ο απόβλητος της κοινωνίας. Τον απέφευγαν οι φίλοι του, οι συνάδελφοι του. Φοβόντουσαν ακόμη και να τον χαιρετήσουν. Έχανε την δουλειά του, γίνονταν αντικοινωνικός, δε θα τον αδικούσαμε αν λέγαμε πως μισούσε τους ανθρώπους. Εκείνο όμως που στην περίπτωση του έφθανε σε δραματική μορφή, ήταν η αποπομπή του από την ίδια την οικογενειακή στέγη. Ο φόβος μετάδοσης στη γυναίκα του και στα παιδιά, της επάρατης ασθένειας, έπνιγε την αγάπη της συζύγου που έφθανε στην τραγική απόφαση της να πάρει το σύντροφο του βίου της και να τον αφήσει έκθετο στις σκάλες του Δημοτικού Νοσοκομείου.
Στο φύλλο της εφημερίδας Κήρυξ της Καβάλας, της 5ης Μαρτίου 1926 ο Πρόεδρος της Ιατρικής Εταιρίας που ίδρυσε με άλλους γιατρούς το Θεραπευτήριο “Η Ελπίς”, ιατρός Ι. Αστεριάδης έγραψε τα εξής μεταξύ των άλλων, υπό τον τίτλο “Μια κρυμμένη καλοσύνη”.
“Α! πόσες φορές, στη σκάλα του Δημοτικού Νοσοκομείου, ευρήκαμε πεταμένους τους φτωχούς φθισικούς, τους οποίους αφήκε ο αδελφός, η γυναίκα και η μάνα ακόμα. Απίστευτον, σκληρόν. Αλλά άλλο τόσο δικαιολογημένον. Τι να κάμει η φτωχή γυναίκα με τα τέσσερα παιδιά, που ζει μέσα σ’ ένα δωμάτιο, μαζί με τον άνδρα της και είναι υποχρεωμένη να βλέπει πεινασμένα τα παιδιά της, γιατί ο άνδρας δεν μπορεί να δουλέψει, υποχρεωμένη αυτή να περιποιείται τον κατάκοιτον σύζυγον, για τον οποίον κάμνει κάθε προσπάθεια να του δώσει λίγο γάλα, λίγο ζεστό φαγί, ένα σκέπασμα ζεστό;”.
Τότε δεν υπήρχαν αντιφυματικά εμβόλια, αντιβιοτικά, και γενικώς τα μέσα αντιμετώπισης της φοβερής ασθένειας από την προληπτική ιατρική μέχρι το στάδιο της θεραπείας. Αλλά το κυριότερο, ο οργανισμός ήταν ευάλωτος, αφού η αντίσταση ήταν μικρή. Τροφή μειωμένη σε θερμίδες, ανθυγιεινή εργασία κι ακατάλληλη στέγη. Αν προστεθεί, σ’ αυτά τα αρνητικά στοιχεία και η ανεργία, τότε δεν είναι ν’ απορεί κανείς, γιατί η φυματίωση έπληττε την τάξη των καπνεργατών.
Με τα παράθυρα ερμητικά κλειστά, σε καλοκαιρινούς μήνες, για να μην ξεραίνεται το προϊόν, με τη νικοτίνη και τη σκόνη που στη διάρκεια του οκτάωρου εισέπνεε ο εργαζόμενος, με τα πνευμόνια διαβρωμένα από το μικρόβιο του Κωχ, ιδιαίτερα ο εργαζόμενος της νεαρής ηλικίας, πώς ήταν δυνατό να μην υποκύψει, να μη γίνει ερείπιο;
Χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία που έδωσε ο Διοικητής του νεοϊδρυθέντος ΤΑΚ, το Μάρτιο του 1927, Χρήστος Αγαλόπουλος κατά την επίσκεψη του στην Καβάλα. Είχε δηλώσει ότι το ποσοστό των θανάτων από φυματίωση τα προηγούμενα έτη, ανέρχονταν σε 40% και μάλιστα σε άτομα ηλικίας όχι μεγαλύτερης των 35 ετών, με την υπογράμμιση, ότι είναι τραγική η θέση των μαστιζομένων από ελονοσία και φυματίωση.
Στο καπνεργατικό συνέδριο που πραγματοποιήθηκε το Σεπτέμβριο του 1924, σε ψήφισμα ζητείται μεταξύ άλλων, η απαγόρευση της πρόσληψης ανηλίκων και ατόμων μη τεχνιτών καπνεργατών (Νόμος ΔΚΘ 1920 περί απαγορεύσεως εργασίας στην επεξεργασία καπνού ηλικίας αρρένων κάτω των 16 ετών και θηλέων κάτω των 18 ετών) και η καταβολή ημερομισθίου του κόστους ζωής. Αυτό σημαίνει ότι στα καπνομάγαζα, απασχολούνταν παιδιά και κορίτσια μικρής ηλικίας και δίνονταν ημερομίσθια μειωμένα.

Στο Καπνεμπορικό Δελτίο του Ιανουαρίου 1924, τα ημερομίσθια των καπνεργατών ντενκτσήδων διαμορφώνονται σε 50 δρχ. και των πασταλτζήδων σε 20, με χειμερινό ωράριο 7 ωρών που άρχιζε από 1ης Νοεμβρίου και έληγε στα τέλη Φεβρουαρίου, ενώ το θερινό ωράριο άρχιζε την 1 Μαρτίου με οκτάωρη εργασία και ημερομίσθιο κατά 1/8 μεγαλύτερο της 7ωρου χειμερινής εργασίας, η οποία καθιερώθηκε λόγω ελλείψεως επαρκούς φωτισμού στους τόπους επεξεργασίας. Με το θερινό ωράριο, των 8 ωρών, από 1ης Μαρτίου τα ημερομίσθια υψώθηκαν, εκτός από την κανονική αύξηση του 1/8, δηλαδή από 50 σε 57 δρχ. και κατά 18%, επιπλέον της υποχρεώσεως, σύμφωνα με την οποία τα ημερομίσθια θα υψώνονταν ανάλογα με τη μείωση του εξαγωγικού δασμού. Έτσι, αυτά των ντεκτσήδων ανήλθαν σε 67 δρχ. και των πασταλτζήδων σε 26. Τα ημερομίσθια αυτά είναι μεγαλύτερα από τα ημερομίσθια του 1920, συγκρινόμενα προς την τιμή του συναλλάγματος και την ακρίβεια της ζωής, Σύμφωνα με στοιχεία μας υπήρξε μεταξύ καπνεμπόρων και εργαζομένων παλαιά συμφωνία που καθόριζε ημερομίσθιο στα 7/25 της Αγγλικής λίρας (σταθεροποιημένης) ήτοι σε 105 δρχ.
ΟΙ ΑΝΔΡΕΣ ΣΤΗΝ ΤΟΓΚΑ”. ΣΚΛΗΡΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΤΟΝ ΙΟΥΛΙΟ ΤΟΥ 1933 ΣΤΗΝ ΚΑΒΑΛΑ
Στις 20 Ιουλίου 1933, δίνει αφορμή η επιχείρηση Μπενβενίστε, για την έναρξη σκληρού ανυποχώρητου αγώνα των εργατών με το σύνθημα “Οι άνδρες στην τόγκα”. Η εταιρία ανακοινώνει ότι απολύονται σε τρεις μέρες όλοι οι εργαζόμενοι άντρες, γιατί έχει αποφασίσει να εφαρμόσει το σύστημα της τόγκας, αντί της μέχρι τότε κλασσικής επεξεργασίας, σύστημα στο οποίο θα απασχολούσε μονάχα γυναίκες στην τόγκα.
Η εργοστασιακή επιτροπή εργατών διαμαρτυρήθηκε στη διεύθυνση η οποία ήταν ανένδοτη. Το μεσημέρι εκείνο του καυτού καλοκαιριού οι εργάτες δε βγαίνουν από τις καπναποθήκες. Έρχεται δύναμη χωροφυλάκων, γίνεται συμπλοκή και απωθούνται οι χωροφύλακες. Στη συνέχεια οι εργάτες κλείνονται μέσα και βάζουν από μέσα τις αμπάρες και εκατοντάδες δέματα καπνού. Τα γεγονότα γίνονται γνωστά σ’ ολόκληρη την πόλη.

“Κλείσθηκαν οι καπνεργάτες στα καπνομάγαζα!!”.

Η νύχτα εκείνη και οι άλλες που επακολούθησαν ήταν φοβερά εφιαλτικές. Η πόλη συγκλονίζονταν από τις οιμωγές των παιδιών της καπνεργατών που ζητούσαν “ψωμί – νερό”. Έσχιζε τον αέρα η κραυγή και προκαλούσε τον πόνο των άλλων, των συμπολιτών, που ήσαν στα σπίτια τους ή αυτών που αγρυπνούσαν στους γύρω δρόμους, όπου βρίσκονταν οι αποθήκες των αγωνιζομένων εγκλείστων. Δεν επιτρέπονταν ακόμη και στους συγγενείς να δώσουν νερό και ψωμί στους εγκλείστους. Χωρίς τα δύο αυτά στοιχεία πώς μπορούσαν να ζήσουνε; Ανάλγητες οι αρχές θέλαν να τους υποτάξουν με την πείνα και τη δίψα.Η συμπαράσταση όμως από τους έξω ήταν αποφασιστική. Τα γυναικόπαιδα συγκρότησαν διαδήλωση και από την Ομόνοια κατευθύνθηκαν στην Εισαγγελία. Οι καταστηματάρχες κλείσαν τα μαγαζιά τους. Στην πόλη απλώθηκε η ανησυχία και η αγωνία για την τύχη τους.

Η εξέγερση ερχόταν σαν καταιγίδα. Ο Εισαγγελέας Σπηλιώτης, γνωστός για την αναλγησία και την σκληρότητα του, είπαν, στους συγκεντρωθέντες έξω από το δικαστήριο, ότι απουσιάζει. Ο Αντεισαγγελέας Νάνος απέφυγε να δεχθεί τους διαμαρτυρόμενους.
Οι αρχές και οι καπνέμποροι χρησιμοποίησαν κάθε μέσο για να διασπάσουν τον αγώνα. Απέτυχαν. Τότε εντείνονται τα τρομοκρατικά μέτρα, γενικεύονται. Οι έγκλειστοι είναι σκλάβοι πολιορκημένοι. Η πόλη στρατοκρατείται. Τα στενοσόκακα των καπναποθηκών είναι απλησίαστα. Κάθε απόπειρα των δικών τους, των παιδιών τους, να προμηθεύσουν λίγο ψωμί, καμιά ελιά, πάνω στους σπόγγους της επεξεργασίας που αμολούσαν οι έγκλειστοι από τα σιδερένια παράθυρα, αντιμετωπίζονταν με τον υποκόπανο ή την έφιππη αστυνομία που έκανε εκκαθαριστικές, στους δρόμους, επελάσεις. Όμως τίποτε δεν τους λύγισε. Ούτε η δίψα ούτε η πείνα. Μαύρα τσούλια είχαν αναρτηθεί στα σιδερένια παράθυρα, σύμβολα θανάτου, και τα συνθήματα που γράφτηκαν σε χάρτινες καπνικές κόλλες ήταν ” Άντρες στην τόγκα, ψωμί – νερό “. Ο υπόλοιπος πληθυσμός συγκινήθηκε και όταν οι κραυγές αντηχούσαν, θαρρείς και κηδεύονταν, μια ολόκληρη, μέχρι προ ολίγου σφύζουσα από ζωή, πόλη.

Ο Νομάρχης κάμνει απόπειρα να σπάσει το ηθικό των αγωνιζομένων. Τους καλεί ν’ αδειάσουν εντός της ημέρας τις καπναποθήκες, γιατί σε αντίθετη περίπτωση, θα χρησιμοποιήσει βία, ακόμη και δακρυγόνα αέρια. Ήτανε μπλόφα ή απόφαση; Σε μία τέτοια περίπτωση η ευθύνη του θα ήταν ανυπολόγιστη. Εκφράσθηκαν φόβοι από τους καπνεμπόρους – ύστερα από φήμη που κυκλοφόρησε -μήπως στην απελπισία τους οι απεργοί καταστρέψουν τα καπνοδέματα.
Εν τούτοις οι έγκλειστοι απάντησαν στην απειλή του Νομάρχη με το πιο ειρηνικό, αποτελεσματικό όπλο. Κάλεσαν τον πληθυσμό, όλον τον πληθυσμό, όλες τις τάζεις, όλες τις παρατάξεις, αριστερούς και δεξιούς, πλούσιους και φτωχούς, σε συμπαράσταση. Η οποία και δόθηκε. Το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, οι επαγγελματικές οργανώσεις, η Δημαρχία, οι εφημερίδες ζήτησαν την ικανοποίηση των αιτημάτων των απεργών.

Ήταν η πρώτη ηθική νίκη του δίκαιου αγώνα για να επιβιώσει μια πόλη, η Καβάλα.
Την Πέμπτη μέρα του αγώνος, φθάνει στην Καβάλα, ανήσυχος από την τροπή που πήραν τα γεγονότα, ο Υπουργός Γενικής Διοικήσεως Θράκης Μ. Μαντάς, ο οποίος δίνει εντολή ν’ αποσυρθούν οι δυνάμεις ασφαλείας από το καπνομάγαζα, να επιτραπεί η προμήθεια νερού και τροφίμων στους έγκλειστους που θα έφερναν οι συγγενείς τους και συγκαλεί σύσκεψη κατά την οποία διαβιβάζει ρητή και έγγραφη υπόσχεση της κυβερνήσεως Π. Τσαλδάρη ότι θα ικανοποιούσε τις δίκαιες αξιώσεις των καπνεργατών.
Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει. Οι αστυνομικές δυνάμεις αποσύρθηκαν αμέσως. Νερό, ψωμί και φαγητό έφθαναν στα διψασμένα χείλη και τα πεινασμένα στομάχια των αγωνιζομένων μέρες τώρα καπνεργατών με σχοινιά που κατέβαζαν από τα σιδερένια παράθυρα κι έσερναν πάνω, σιγά – σιγά, αφού οι πόρτες για κάθε ενδεχόμενο έμεναν κλειστές. Ήταν καιρός, γιατί ήδη είχαν σημειωθεί λιποθυμίες, από την δίψα, την πείνα, την κλεισούρα, την αφόρητη ζέστη του καλοκαιριού.

Η σύσκεψη πραγματοποιήθηκε αμέσως, μέσα σε ατμόσφαιρα αισιοδοξίας, αφού ο ίδιος ο υπουργός θεωρούσε δίκαιες τις αξιώσεις του καπνεργατικού κόσμου.
Εν τούτοις, τόσο οι εκπρόσωποι των καπνεργατών και των λοιπών τάξεων που συσκέπτονταν, όσο και οι ίδιοι οι αγωνιζόμενοι και οι συγγενείς τους, που τους συμπαραστέκονταν δε χαλάρωσαν την επαγρύπνηση τους.
Η σύσκεψη διεξήχθηκε ομαλά κι εκείνο που προκαλεί απορία ήταν η απουσία του Καπνεμπορικού Συλλόγου, της Καπνεμπορικής Ομοσπονδίας από τις συζητήσεις, όπως δείχνει το πρωτόκολλο που υπογράφηκε για τον διακανονισμό του θέματος, που πέντε μέρες κρατούσε σε εξέγερση ολόκληρο τον πληθυσμό της Καβάλας και που αφορούσε και άλλες περιοχές όπου γίνονταν επεξεργασία καπνού.
Το πρωτόκολλο που υπογράφηκε έχει ως εξής:
“Σήμερον την 25ην Ιουλίου 1933 κατόπιν προσκλήσεως του Υπουργού Γενικού Διοικητού Θράκης κ. Μ. Μαντά συνήλθον εις την αίθουσαν του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου τα κάτωθι Σωματεία και Οργανώσεις: Εμπορικόν και Βιομηχανικόν Επιμελητήριον, Ομοσπονδία Επαγγελματιών, Σωματεία: Καπνεργατών Άμυνα, Πρόοδος, Φοίνιξ, Υποστήριξις και Αγάπη συζητήσαντα επί των καπνεργατικών αιτημάτων των υποβληθέντων δια ψηφίσματος του Σωματείου Καπνεργατών η Άμυνα και υπό των λοιπών διατυπωθέντων προφορικώς αιτημάτων, και κατόπιν της υπό του Υπουργού Γενικού Διοικητού Θράκης κ. Μ. Μαντά προς την σύσκεψιν δηλώσεως του ότι εξουσιοδοτημένος παρά του Προέδρου της Κυβερνήσεως αναλαμβάνει την υποχρέωσιν όπως η κυβέρνησις λύση νομοθετικώς κατά την τρέχουσαν σύνοδον της Βουλής, ως ακολούθως τα κάτωθι αιτήματα, ήτοι εντός 25 ημερών από σήμερον.
Την είσοδον των ανδρών εις την επεξεργασίαν της τόγκας κατ’ αναλογίαν τουλάχιστον πεντήκοντα τοίς εκατόν (50%) άνδρας και 50% γυναίκας και με κατώτερον όριον ημερομισθίου τόγκας εξήκοντα πέντε (65) δραχμάς.
Την ρύθμισιν του καπνεργατικού ημερομισθίου επεξεργασίας μπασμά, πασί μπαγλή βάσει του τιμαρίθμου της ζωής και των αναγκών της ζωής των καπνεργατών.
Την ενίσχυσιν του Τ.Α.Κ. ώστε να εκπληρώση όλας τας υπό του Κανονισμού του προβλεπόμενος υποχρεώσεις δια την χορήγησιν επιδομάτων ανεργίας γενικώς εις τους ανέργους προς βελτίωσιν πραγματικήν της θέσεως των καθ’ όλον τον χρόνον της ανεργίας καθοριζομένου ως κατωτάτου ορίου των δύο πέμπτων (2/5) του ημερομισθίου.
Την πιστήν εφαρμογήν του νόμου περί οκταώρου εργασίας δια της αυστηρής τιμωρίας των παραβατών και
Τα λοιπά γενικά ζητήματα τα αναφερόμενα εις το ψήφισμα ήτοι βελτίωσις της φαρμακευτικής, νοσοκομειακής, σανατοριακής περιθάλψεως εις όλους τους καπνεργάτας και καπνεργατρίας ανεξαρτήτως πραγματοποιηθέντων παρ’ αυτών ημερομισθίων, ως και η χορήγησις αμνηστείας άνευ όρων, επαφίεται, κατόπιν εμμονής του ΤΑ.Κ. επί του ζητήματος τούτου, να λυθώσι μεταξύ Κυβερνήσεως – Κ.Ο.Ε. και Ενωτικής Γενικής Συνομοσπονδίας εργατών της Ελλάδος.
Κατόπιν αποδοχής των ανωτέρω υπό απάντων των καπνεργατικών και λοιπών σωματείων και οργανώσεων ταύτα αναλαμβάνουν να λύσουν την παθητικήν στάσιν των καπνεργατών και την απεργίαν των εμποροεπαγγελματικών Οργανώσεων”.
Στη συνέχεια το πρωτόκολλο αναφέρει ότι το άνοιγμα της αγοράς θα γίνει μετά την κυκλοφορία των ανακοινωθέντων από το Εμπορικό Επιμελητήριο και την Ομοσπονδία Επαγγελματιών, η δε έξοδος των καπνεργατών από τις καπναποθήκες θα γίνει κατά σειρά και κατόπιν εντολής της Καπνεργατικής Αμύνης. Ως απαρχή της πραγματοποιήσεως αυτών που περιλάμβανε το πρωτόκολλο, είναι η υποβολή σχετικού νομοσχεδίου. Τόσο οι κλεισμένοι στις καπναποθήκες όσο και ολόκληρος ο πληθυσμός δέχθηκαν με πανηγυρικές εκδηλώσεις την αναγγελία της υπογραφής της συμφωνίας.
Το άνοιγμα των γραφείων του “Ενωτικού Κέντρου” και της “Καπνεργατικής Αμύνης” χαροποίησε τους εργάτες που πίστεψαν ότι επιτέλους αποκαθίστανται οι συνδικαλιστικές τους ελευθερίες. Η χαρά τους όμως κράτησε λίγες μέρες. Γιατί με διαταγή του Εισαγγελέως Σπηλιώτη έκλεισαν πάλι τα Γραφεία της ΚΑΚ και του Ενωτικού Κέντρου και άρχισαν συλλήψεις και εκτοπίσεις των καπνεργατώνπου πρωτοστάτησαν στα γεγονότα.
Γενικά όμως η νίκη ήταν μεγάλη, γιατί κατοχυρώθηκε το καπνεργατικό επάγγελμα με τον Νόμο 5817/710/1933 “Περί απασχολήσεως αρρένων καπνεργατών εν τη επεξεργασία, τόγκας”, ο οποίος όμως μετά 20 χρόνια επί κυβερνήσεως Παπάγου καταργήθηκε και άφησε στο έλεος της αδιαφορίας και της κοινωνικής αδικίας μια τάξη που προσέφερε πολλά για τον καπνό.

ΤΟ 1936 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΠΝΕΡΓΑΤΕΣ, ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΣ ΑΙΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΒΙΑΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΞΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

Το Μάη του 1936 σημειώνεται σ’ όλη την επικράτεια αναταραχή και από την πλευρά του κράτους και από την άλλη πλευρά, των εργαζομένων. Μετακινούνται συντάγματα και ίλες ιππικού. Γίνονται αποσπάσεις από την Αθήνα στις ασφάλειες της Θεσσαλονίκης, του Βόλου και της Καβάλας. Η κυβέρνηση Μεταξά προχωρεί στα σχέδια της. Θέλει να καταφέρει κτυπήματα στις λαϊκές ελευθερίες. Είναι έτοιμη για τη φασιστική της εξόρμηση. Οι εργαζόμενοι μπροστά στον κίνδυνο κινητοποιούνται και σχηματίζουν συνδικαλιστική επιτροπή ενότητας.

Η Θεσσαλονίκη βρίσκεται στις επάλξεις για το ψωμί των παιδιών της. Για τη Δημοκρατία. Οι κινητοποιήσεις αρχίζουν από τα τέλη Απριλίου.
Στις 29 Απριλίου, στην εφημερίδα “Πρωινά Νέα” της Καβάλας, ο Περικλής Μπακλαβάς, σε ανταπόκριση από τη Θεσσαλονίκη, γράφει:
“Στις 9.45 π.μ. κηρύχθηκε πανκαπνεργατική απεργία. Σε μερικά εργοστάσια οι καπνεργάτες επιχείρησαν ν’ αφοπλίσουν τους χωροφύλακες, αλλά με επέμβαση των ψυχραιμοτέρων αποφεύχθηκαν λυπηρά επεισόδια. Την 11.30 π.μ. 2.000 καπνεργάτες σε διαδήλωση, ύστερα από συγκέντρωση στην Πλατεία Ελευθερίας, μετέβησαν στα γραφεία τους στην Πλατεία Βαρδαρίου. Δεν σημειώθηκε επεισόδιο. Έξω από τα γραφεία τους οι ρήτορες ανέπτυξαν τα ζητήματα τους που είναι:
Αύξηση ημερομισθίου σ’ όλους τους κλάδους
Οριστική εφαρμογή του νόμου περί τόγκας
Εφαρμογή των κοινωνικών ασφαλίσεων
Δεκάδραχμο επίδομα στους στιβαδόρους
Αύξηση συντάξεων φυματικών και ανικάνων καπνεργατών
Πλήρης ιατρική περίθαλψη
Ίδρυση σανατορίων
Συνδικαλιστικές ελευθερίες
Συμμετοχή καπνεργατών στη Διοίκηση του ΤΑΚ
Απαγόρευση εμπορικής επεξεργασίας καπνών στο εξωτερικό
Αφομοίωση καπνεργατών Παλαιάς και Νέας Ελλάδας
Χορήγηση βιβλιαρίων εργασίας στις γυναίκες
Χορήγηση επιδομάτων ανεργίας
Παροχή φαρμάκων δωρεάν
Εργατική στέγη
Αποκατάσταση των εξελθόντων εκ του επαγγέλματος καπνεργατών.
Αυτά είναι τα αιτήματα. Ποιος λογικός Έλληνας θα ισχυρίζονταν ότι έστω κι ένα απ’ αυτά, είναι παράλογο; Σε ποιο από αυτά κρυβόταν αντεθνική σκέψη που θα κλόνιζε τα θεμέλια του κράτους;
Κι όμως.
Στη Θεσσαλονίκη οι απεργήσαντες καπνεργάτες ανέρχονται σε 2.500 άνδρες και 3.000 γυναίκες. Στην Καβάλα σε γνωμοδοτικό συμβούλιο με 500 καπνεργάτες, έγινε ευρεία συζήτηση και εγκρίθηκε ψήφισμα.

Στις 5 Μαίου 1936, η εφημερίδα “Πρωινά Νέα” της Καβάλας του Π. Μπακλαβά γράφει:

“Οι καπνεργάτες της Καβάλας πειθαρχούν στην απόφαση της Πανελλαδικής Καπνεργατικής Ομοσπονδίας και κατεβαίνουν σε απεργία την οποία με συμπάθεια βλέπουν οι επαγγελματίες. Ελήφθησαν έκτακτα μέτρα. Φρουρούνται το ΤΑΚ και οι καπναποθήκες. Έφιπποι περίπολοι διατρέχουν την πόλη.”

Ο Νομάρχης Κοσμόπουλος δίνει στην επιτροπή αγώνος μαθήματα σοσιαλισμού και καλής συμπεριφοράς. Πραγματοποιείται ογκώδης συγκέντρωση 7.000 καπνεργατών στο Δημοτικό Γυμναστήριο. Από την 1Οην π.μ. πυκνές ομάδες κατευθύνονταν προς το Κιουτσούκ Ορμάν. Στις 11.30 π.μ. η πόλη σχεδόν είχε ερημωθεί.
Το ποδοβολητό του ιππικού και οι περίπολοι δημιουργούν μια εκνευριστική κατάσταση. Μιλούν ο Νικήτας Ασλανίδης, ο Γραμματεύς του Σωματείου “Ανεξαρτησία” Τσουρέλλης, ο Αρβανιτόπουλος και εκ μέρους των φυματικών ο Ζ. Καραγιαννόπουλος, που λέγει ότι το κέρδος της καπνεργατικής οικογένειας από τον καπνό, είναι η φυματίωση, η μόλυνση της γενικά.

Στις 6 Μαίου στον όγκο των καπνεργατών προστέθηκαν και άλλοι εργατικοί κλάδοι καθώς και επαγγελματίες και οι βιοτέχνες κατέβηκαν σε 24ωρη απεργία.Συγκροτείται σύσκεψη στην οποία μετέχουν ο βουλευτής του Νομού, του κόματος των Φιλελεύθερων Νίκος Βασιλικός, και του Παλλαϊκού Μετώπου Βερβέρης.Η απεργία στην Καβάλα συνεχίζεται με συνοχή.

GREEKPRESS
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΟΥ ΜΑΗ 1936 ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Ο χειμώνας του 1936 είναι ο πιο άγριος χειμώνας των τελευταίων χρόνων. Τα τρόφιμα έχουν ακριβύνει και η οικονομική κατάσταση των εργαζομένων γίνεται δυσβάσταχτη. Το Φεβρουάριο ξεκινούν οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις ― λιμενεργάτες, αυτοκινητιστές, τροχιοδρομικοί, οι εργάτες βενζίνης (Σελλ, Γκρεκοπετρόλ), οι καπνεργάτες της Καβάλας και της Δράμας, οι κλωστοϋφαντουργοί Καρέλα στο Ν. Φάληρο.

Αρχές Μαρτίου ξεκινούν οι αγώνες των φοιτητών. Στην Αθήνα η κρατική βία έχει αποτέλεσμα 1 νεκρό και στη Θεσσαλονίκη 15 τραυματίες. Στις 28 Μαρτίου τρεις μεγάλες εταιρίες καπνού στη Θεσσαλονίκη απολύουν ξαφνικά 200 εργάτες.
Κάνοντας έναν απολογισμό της κρατικής βίας και τρομοκρατίας το α’ τρίμηνο του 1936 θα μετρήσουμε: 444 συλλήψεις, 334 φυλακίσεις, 55 εξορισθέντες, 4 δολοφονίες, 175 τραυματισμούς, 89 βασανισμούς, 474 κατασχέσεις.
Την ίδια περίοδο, εντείνονται οι διακρίσεις σε βάρος των προσφύγων (διάβημα βουλευτών στον πρωθυπουργό, Φεβρουάριος του ‘36), όπως και σε βάρος των Βορειοελλαδιτών σε σχέση με τους λεγόμενους «παλαιούς» Έλληνες. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 90% του δυναμικού του κρατικού μηχανισμού στη Β. Ελλάδα είναι νοτιοελλαδίτες.

Στις 4 Απριλίου συνέρχεται στη Θεσσαλονίκη το 1ο πανκαπνεργατικό συνέδριο. Οργανώνεται από την Καπνεργατική Ομοσπονδία Ελλάδας (ΚΟΕ), η οποία μετονομάζεται σε Πανελλαδική Καπνεργατική Ομοσπονδία (ΠΚΟ).
Το συνέδριο διαρκεί 3 μέρες και τα κύρια θέματα που το απασχολούν είναι τα μεροκάματα, το ταμείο ασφάλισης (ΤΑΚ) και η ενότητα του κλάδου. Για το τελευταίο αποφασίστηκε να γίνει πρόταση στην ΕΟΚΣΕ για ενοποίηση.
Στις 15. Απριλίου του ’36 γίνεται κοινή συνεδρίαση της ΠΚΟ και της ΕΟΚΣΕ όπου αποφασίζεται κοινή Εκτελεστική Επιτροπή. Την Κυριακή 19 Απριλίου πραγματοποιείται στον κινηματογράφο “Ολύμπιον” μεγάλη συγκέντρωση καπνεργατών όπου αποφασίζεται η κήρυξη απεργίας σε περίπτωση που δεν υιοθετηθούν τα αιτήματα του συνεδρίου.

Οι καπνέμποροι σε απάντηση των αιτημάτων απειλούν με απολύσεις και λοκ-άουτ, ενώ οι καπνεργάτες εκλέγουν επιτροπές αγώνα κατά εργοστάσιο και κατά συνοικία και ξεκινούν οικονομική εξόρμηση.
Την Τετάρτη στις 29 Απριλίου πέφτει το σύνθημα για το ξεκίνημα της απεργίας. Οι απεργοί κατευθύνονται στα γραφεία της ΠΚΟ και κατόπιν στον κινηματογράφο “Πάνθεον”, όπου υπολογίζονται πάνω από 10.000 (εκείνη την περίοδο στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν 12.000 καπνεργάτες εκ των οποίων οι 7.500 ήταν γυναίκες). Εκλέγεται κεντρική επιτροπή αγώνα η οποία επισκέπτεται το γενικό διοικητή Μακεδονίας Πάλλη.
Την Πέμπτη 30 Απριλίου η απεργία γενικεύεται σε όλη τη χώρα. Οι απεργοί της Θεσσαλονίκης μαζεύονται ξανά στο “Πάνθεον” και αποφασίζουν την τοποθέτηση εργατικών φρουρών στα καπνομάγαζα. Την ίδια μέρα κάποιοι καπνέμποροι προσπαθούν να βάλουν φωτιά στα εργοστάσια για να εισπράξουν τα ασφάλιστρα.

Την Παρασκευή 1 Μαΐου η εργατική Πρωτομαγιά γιορτάζεται με 2 συγκεντρώσεις, μια στο Μπεχτσινάρ και μια στο Σέιχ Σου.
Το Σάββατο 2 Μαΐου και την Κυριακή 3 Μαΐου ο διοικητής της χωροφυλακής Ντάνας επιτίθεται στα καπνομάγαζα, διώχνει τις απεργιακές φρουρές και τοποθετεί χωροφύλακες.

Τη Δευτέρα 4 Μαΐου γίνεται μεγάλη συγκέντρωση μπροστά στα γραφεία της ΠΚΟ. Εγκρίνεται ψήφισμα και αποφασίζεται να σταλεί με τηλεγράφημα στην Αθήνα στην κυβέρνηση. Σύσσωμοι οι καπνεργάτες κατευθύνονται προς το τηλεγραφείο όπου δέχονται επίθεση από έφιππους αστυνομικούς. Τρεις φορές οι καπνεργάτες σπάζουν τον κλοιό και φτάνουν στο τηλεγραφείο. Στη διάρκεια της επίθεσης χτυπήθηκε σοβαρά η καπνεργάτρια Σοφία Κωνσταντινίδου.

Την Τρίτη 5 Μαΐου κατεβαίνουν σε απεργία οι κλωστοϋφαντουργοί, οι χαρτεργάτες, οι τσαγκαράδες και οι λαστιχάδες. Οι περισσότεροι δήμοι και κοινότητες εγκρίνουν κονδύλια από το δημοτικό προϋπολογισμό για ενίσχυση του αγώνα.

Την Τετάρτη 6 Μαΐου, μέλη της φασιστικής οργάνωσης ΕΕΕ (”τριεψιλίτες”), πυροβολούν και τραυματίζουν τον υποδεματεργάτη Κ. Σαμιώτη, 20 χρόνων.

Την Πέμπτη 7 Μαΐου φτάνει στη Θεσσαλονίκη επιστρέφοντας από το Βελιγράδι ο πρωθυπουργός Ι. Μεταξάς, ο οποίος και δίνει εντολή για καταστολή των απεργιών.

Την Παρασκευή 8 Μαΐου η κατάσταση είναι τεταμένη. Χιλιάδες απεργοί καπνεργάτες συγκεντρώνονται έξω από τα γραφεία της ΠΚΟ. Οι διαθέσεις τους έντονα αγωνιστικές. Εγκρίνεται ψήφισμα και προτείνεται 15μελής επιτροπή για να το επιδώσει στη γενική διοίκηση. Οι συγκεντρωμένοι όμως απαιτούν να επιδοθεί το ψήφισμα από όλους και ξεκινούν πορεία στην Εγνατία. Η αστυνομία επιτίθεται, αλλά οι καπνεργάτες δεν υποχωρούν. Όλη η Εγνατία από το Βαρδάρη μέχρι την Αριστοτέλους θυμίζει πεδίο μάχης. Οι ίδιες σκηνές ξετυλίγονται και σε άλλα σημεία της πόλης. Ύστερα από συγκέντρωση στο Μπεχτσινάρ, 2.500 απεργοί υφαντουργοί (κυρίως γυναίκες) κατευθύνονται προς τη γενική διοίκηση. Στο δρόμο κτυπιούνται από την αστυνομία, αλλά κατορθώνουν να φτάσουν στη γενική διοίκηση. Οι στρατιώτες που περιφρουρούν το κτίριο παίρνουν εντολή να κτυπήσουν. Εκεί είχαμε τις πρώτες απειθαρχίες φαντάρων και αξιωματικών.
Ο απολογισμός της ημέρας είναι 70 τραυματίες, 100 συλλήψεις. Το βράδυ της ίδιας μέρας τα 3 εργατικά κέντρα της πόλης (ΕΚΘ, πανυπαλληλικό, πανεργατικό) αποφασίζουν την κήρυξη 24ωρης γενικής απεργίας.


Ένας νεκρός στο δρόμο κοντά στο «Αλκαζάρ»
Ξημερώνοντας Σάββατο 9 Μαΐου, η Θεσσαλονίκη θυμίζει πολιορκημένη πόλη. Από τα χαράματα περίπολοι στρατού και αστυνομίας ανεβοκατεβαίνουν στους κεντρικούς δρόμους της πόλης και στις συνοικίες.Αρχισαν να «πιάνουν» διάφορα μέρη κλειδιά και ετοιμάστηκαν για να χτυπήσουν τους απεργούς καπνεργάτες. Συγκοινωνίες όπως και εφημερίδες δεν υπάρχουν, λόγω της απεργίας των αυτοκινητιστών και των τυπογράφων.
Οι εργαζόμενοι κατεβαίνουν σιγά σιγά προς το κέντρο της πόλης. Γίνονται συγκεντρώσεις σε διάφορα σημεία. Η πρώτη σοβαρή κόντρα μεταξύ αστυνομίας και εργατών έγινε στην Εγνατία Οδό, όταν σωματεία αυτοκινητιστών που είχαν κατέβει σε απεργία αλληλεγγύης χτυπήθηκαν από την αστυνομία. Οι απεργοί αυτοκινητιστές για να αμυνθούν έστησαν οδοφράγματα στις γωνιές του δρόμου. Οι χωροφύλακες χτύπησαν στο ψαχνό και είχαμε τον πρώτο ηρωικό νεκρό του Μάη του 1936, τον αυτοκινητιστή Τάσο Τούση. Οι εργάτες τοποθετούν το νεκρό πάνω σε μια ξύλινη πόρτα και κατευθύνονται προς τη γενική διοίκηση (υπουργείο Β. Ελλάδας). Οι χωροφύλακες χτυπώντας τους απεργούς από διάφορες κατευθύνσεις σκοτώνουν άλλους 4 απεργούς. Αμέσως κινήθηκε προς βοήθεια των απεργών αυτοκινητιστών μεγάλη φάλαγγα καπνεργατών απεργών. Η αστυνομία κλείνει το δρόμο και επιτίθεται. Η σύγκρουση γενικεύεται. Στήνονται οδοφράγματα σε όλο το κέντρο της πόλης. Γίνονται μάχες σώμα με σώμα. Οι χωροφύλακες κτυπούν στο ψαχνό. Οι καμπάνες κτυπούν ασταμάτητα. Τα καταστήματα βάζουν λουκέτο και μια τεράστια πορεία με υψωμένα μαντίλια από το αίμα των νεκρών συναδέλφων τους φωνάζει συνθήματα εναντίον των δολοφόνων και της κυβέρνησης Μεταξά.Φήμες για πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Οι διαδηλώσεις όμως μαζικοποιούνται περισσότερο. Οι διαδηλωτές καταλαμβάνουν το κέντρο της πόλης.Οι νεκροί είναι εννέα,ενώ εκατοντάδες είναι οι τραυματίεςτραυματίες.

Στη μέση της πορείας, στη συμβολή των οδών Εγνατίας και Μεγάλου Αλεξάνδρου ξεκίνησε η επίθεση της αστυνομίας. Οι χωροφύλακες οπλισμένοι με πολυβόλα άρχισαν επίθεση εναντίον των διαδηλωτών. Ύστερα από τετράωρη μάχη οι διαδηλωτές υποχώρησαν αφήνοντας 20 νεκρούς και 300 τραυματίες. Το απόγευμα οργανώθηκε νέα διαδήλωση διαμαρτυρίας για τους νεκρούς απεργούς. Τα αστυνομικά τμήματα έβαλαν λουκέτο. Η κυβέρνηση Μεταξά σε έντονη αμηχανία, προώθησε προς τη Θεσσαλονίκη μεγάλες δυνάμεις στρατού από τη Λάρισα και τέσσερα αντιτορπιλικά.

Το μεσημέρι ο διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού δίνει εντολή στους χωροφύλακες να κλειστούν στα τμήματα και διατάζει το στρατό να αναλάβει τη διοίκηση τους. Απαγορεύει κάθε είδους συγκέντρωση σε ανοιχτό ή κλειστό χώρο. Παρά την απαγόρευση χιλιάδες λαού συγκροτούν διαδηλώσεις με συνθήματα:

«Κάτω οι δολοφόνοι – εκδίκηση».

Στο ψήφισμα που εγκρίνεται απαιτείται άμεση παραίτηση της κυβέρνησης, σύλληψη του αστυνομικού διοικητή Ντάκου, αποδοχή όλων των αιτημάτων των απεργών, απελευθέρωση όλων των συλληφθέντων. Η Θεσσαλονίκη βρίσκεται στα χέρια των εργατών. Η κεντρική απεργιακή επιτροπή οπλίζει με ρόπαλα τις φρουρές των εργοστασίων και των συνδικάτων. Εργατικές περίπολοι ελέγχουν το κέντρο και τις γειτονιές της πόλης.

Στις 9 του μήνα, Μάη, τηλεγράφημα από τη Θεσσαλονίκη έλεγε στην εισαγωγή του:

“Η χθεσινή πρωτοφανής τραγωδία στη Θεσσαλονίκη. Ηρωικοί αγωνισταί εφονεύθησαν διεκδικούντες τα αιτήματα τους. Τα πεζοδρόμια της Θεσσαλονίκης εβάφησαν στο τίμιο αίμα των. Ζητείται η παραίτηση της κυβερνήσεως διότι υπήρξεν ένοχος για τις σκηνές.
Από πρωίας οι απεργοί άρχισαν συγκεντρούμενοι, για να μεταβούν στο Διοικητήριο. Από της πλατείας Βαρδαρίου μέχρι των οδών Βασιλέως Κωνσταντίνου κι Εγνατίας οι αστυνομικοί και οι στρατιωτικές δυνάμεις σχημάτισαν κλοιό.

Περί την 10 π.μ. όμως, οι απεργοί, ως εκ συνθήματος, εξόρμησαν από διάφορα σημεία προς την οδό Εγνατίας. Πέτρες και τούβλα αρπάζονταν προχείρως και εκτοξεύονταν κατά των αστυνομικών οργάνων.
Στην Πλατεία Βαρδαρίου, η συγκέντρωση των απεργών ογκούται. Αντηχούν ολίγοι πυροβολισμοί. Τα καταστήματα αμέσως έκλεισαν, καθώς και τα παράθυρα των σπιτιών. Σε διάστημα ολίγων δευτερολέπτων οι απεργοί, μόλις άκουσαν τους πυροβολισμούς, άρχισαν να διασκορπίζονται, αλλά σε λίγο συγκεντρώθηκαν και πάλι και τότε οι Χωροφύλακες διετάχθησαν να πυροβολήσουν προς εκφοβισμό στον αέρα και το τμήμα εκείνο της οδού Εγνατίας προς τη διασταύρωση της οδού Βασ. Κωνσταντίνου, παρουσίαζε πεδίο πραγματικής μάχης, δεν έλειψαν δε και οδοφράγματα. Στις πέριξ οδούς επί 20 λεπτά διήρκεσε η μάχη αυτή, με σημαντικά θύματα, η οποία γίνεται με επέλαση και ομοβροντίες που σκόρπισαν τον πανικό και την συμφορά”.

Κυριακή 10 Μάη.
Ο λαός της Θεσσαλονίκης κηδεύει τα θύματα της εξέγερσης

Την Κυριακή 10 Μαΐου γίνεται η κηδεία των νεκρών μπροστά σε 150.000 λαού. Ο ταγματάρχης Μαρινάκης καταθέτει στεφάνι και σηκώνεται στα χέρια από τους εργάτες. Μετά την κηδεία ο λαός ξεχύνεται στην πόλη. Στην πλατεία Ελευθερίας γίνεται η μεγαλύτερη συγκέντρωση που έγινε ποτέ στην πόλη. Δεν παίρνονται όμως συγκεκριμένα μέτρα για την περιφρούρηση των απεργιών και της ζωής των εργατών.
Έτσι, τη Δευτέρα 11 Μαΐου η κρατική βία ξαναγυρίζει. Γίνεται πογκρόμ συλλήψεων, καταλαμβάνοντας μέχρι και τα γραφεία του ΕΚΘ. Έχουν φτάσει ήδη στην πόλη αντιτορπιλικά και ένα σύνταγμα πεζικού από τη Λάρισα. Εκπρόσωποι των απεργών με βάρκες ενημερώνουν τους ναύτες.
Την ίδια μέρα η ΓΣΕΕ και η Ενωτική αποφασίζουν από κοινού 24ωρη πανελλαδική απεργία την Τετάρτη 13 Μαΐου. Την Τρίτη 12 Μαΐου και την Τετάρτη 13 Μαΐου γίνονται συγκρούσεις σε διάφορες πόλεις της χώρας. Η απεργία είχε καθολική επιτυχία. Όμως το πογκρόμ συλλήψεων κορυφώνεται. Φυλακίσεις, βασανισμοί, εκτοπίσεις εκατοντάδων συνδικαλιστών. .
Σε συνεδρίαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΠΚΟ αποφασίζεται η λύση της απεργίας την Πέμπτη 14 Μαΐου μετά την υπόσχεση που πήρε για απελευθέρωση των συλληφθέντων, χορήγηση συντάξεων στις οικογένειες των νεκρών και ικανοποίηση μέρους των αιτημάτων.
Στις 10 Μάη 1936 έγινε η κηδεία των νεκρών διαδηλωτών η οποία απέκτησε το χαρακτήρα παλλαϊκού ξεσηκωμού. Η πορεία ξεκίνησε από το Εργατικό Κέντρο της πόλης. Στην πορεία ενώθηκαν μαζί με άλλες φάλαγγες εργαζομένων με αποτέλεσμα στο νεκροταφείο να φτάσουν περισσότερα από 150 χιλιάδες άτομα. Η επίθεση εναντίον των εργαζόμενων στη Θεσσαλονίκη προκάλεσε έντονες αντιδράσεις σε ολόκληρη τη χώρα. Την επόμενη μέρα κηρύχτηκαν μεγάλες απεργίες στη Λαμία, το Αγρίνιο, την Καβάλα, την Κομοτηνή και το Αγρίνιο.

Στις 13 Μάη 1936 πραγματοποιήθηκε γενική πανελλαδική απεργία στην οποία συμμετείχαν περισσότεροι από 500 χιλιάδες εργαζόμενοι.

Τα γεγονότα του Μάη του 1936 αποτέλεσαν σημαντική στιγμή της εργατικής τάξης στη μάχη εναντίον της εγκαθίδρυσης φασιστικού καθεστώτος στην Ελλάδα. Η δύναμη της εργατικής τάξης ήταν αναμφισβήτητα πολύ μεγάλη για τους μελλοντικούς αγώνες που θα έρχονταν. Το απέδειξε περίτρανα θυσιάζοντας τα καλύτερα κομμάτια της για μια Ελλάδα ελεύθερη και ανεξάρτητη.

Μέσα στους αιματηρούς αγώνες των καπνεργατών, ιδιαίτερη θέση κατέχουν τα γεγονότα του Μάη 1936 στη Θεσσαλονίκη, τρεις μόλις μήνες πριν από την κήρυξη της Δικτατορίας της 4ης Αυγούστου.

Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν:

Θανάση Κάππου
Βουλουτίδης Κ. Γιώργος, Εφημερίδα “ΠΡΩΙΝΗ”
ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΙΡΑΚΗ,Μάης του ‘36: Η Θεσσαλονίκη στα χέρια των εργατών, Εφημερίδα ΠΡΙΝ, 5 Μάη 1996
anatolikos
Καβαλα blog
ΣΧΕΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

– Το καπνικό στην Καβάλα” του Ιω. Β. Ιωαννίδη

– Ι. Μεταξά: «Το προσωπικό του Ημερολόγιο», εκδόσεις Γκοβόστη, τόμος Δ΄ σελ. 214

– «Ο ηρωικός Μάης της Θεσσαλονίκης του ’36 – χρονικό», εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ

– Δημήτρη Σάρλη: «Η πολιτική του ΚΚΕ στον αγώνα κατά του μοναρχοφασισμού», Αθήνα 1975

– Φ. Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1909-1940», εκδόσεις Καπόπουλος

– Γρ. Δαφνή: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», εκδόσεις Ικαρος 1955

– Σπ. Μαρκεζίνη: «Πολιτική Ιστορία της Συγχρόνου Ελλάδος», εκδόσεις Πάπυρος

– Mark Mazower: «Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του μεσοπολέμου», έκδοση του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης

– Γ. Ανρικόπουλου: «Οι ρίζες του ελληνικού φασισμού», εκδόσεις ΔΙΟΓΕΝΗΣ

πηγη

Μπορεί επίσης να σας αρέσει Περισσότερα από τον συγγραφέα

Τα σχόλια είναι κλειστά.

Read previous post:
Η Πρωτομαγιά ως εργατική γιορτή σε όλο τον κόσμο (ιστορική αναδρομή)

Ετήσια γιορτή, με παγκόσμιο χαρακτήρα

Close