Απόστολος Προς Εφεσίους (β΄ 14-22)
Αδελφοί, Ιησούς Χριστός εστιν η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τα αμφότερα εν και το μεσότοιχον του φραγμού λύσας, την έχθραν, εν τη σαρκί αυτού τον νόμον των εντολών εν δόγμασι καταργήσας, ίνα τους δύο κτίση εν εαυτώ εις ένα καινόν άνθρωπον ποιών ειρήνην, και αποκαταλλάξη τους αμφοτέρους εν ενί σώματι τω Θεώ διά του σταυρού, αποκτείνας την έχθραν εν αυτώ· και ελθών ευηγγελίσατο ειρήνην υμίν τοις μακράν και τοις εγγύς, ότι δι’ αυτού έχομεν την προσαγωγήν οι αμφότεροι εν ενί πνεύματι προς τον πατέρα.
Άρα ούν ουκέτι εστέ ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού, εποικοδομηθέντες επί τω θεμελίω των αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού, εν ω πάσα η οικοδομή συναρμολογουμένη αύξει εις ναόν άγιον εν Κυρίω· εν ω και υμείς συνοικοδομείσθε εις κατοικητήριον του Θεού εν Πνεύματι.
Απόδοση στη νεοελληνική:
Αδελφοί, ο Ιησούς Χριστός είναι η ειρήνη μας, ο οποίος συνήνωσε τα δύο μέρη και κατέρριψε το μεσότοιχον του φραγμού, δηλαδή την έχθραν, καταργήσας διά της σαρκός του τον νόμον των εντολών που συνίστατο εις διαταγάς, διά να δημιουργήση εις τον εαυτόν του, από τα δύο μέρη, ένα νέον άνθρωπον και να φέρη ειρήνην και να συμφιλιώση με τον Θεόν και τα δύο μέρη εις ένα σώμα διά του σταυρού, διά του οποίου εθανάτωσε την έχθραν. Καί όταν ήλθε, εκήρυξε το χαρμόσυνον άγγελμα ειρήνης σ’ εσάς που ήσαστε μακρυά, και εις τους πλησίον, διότι δι’ αυτού έχομεν και οι δύο είσοδον προς τον Πατέρα με ένα Πνεύμα.
Ώστε λοιπόν, δεν είσθε πλέον ξένοι και παρεπίδημοι, αλλά συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού, διότι έχετε οικοδομηθή επάνω εις το θεμέλιον των αποστόλων και των προφητών, του οποίου ο Ιησούς Χριστός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος, επάνω εις τον οποίον η όλη οικοδομή συναρμολογείται και αυξάνει εις ναόν άγιον εν Κυρίω. Εν αυτώ και σείς συνοικοδομείσθε, ώστε να γίνετε τόπος κατοικίας του Θεού διά του Πνεύματος.
Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
(Λουκ. ι´ 25-37)
Τω καιρώ εκείνω, νομικός τις προσήλθε τω ᾿Ιησού εκπειράζων αυτόν και λέγων· Διδάσκαλε, τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω; ῾Ο δε είπε προς αυτόν· ᾿Εν τω νόμω τι γέγραπται; πως αναγινώσκεις; ῾Ο δε αποκριθείς είπεν· «᾿Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου», και «τον πλησίον σου ως εαυτόν». Είπε δε αυτώ· ᾿Ορθώς απεκρίθης· τούτο ποίει και ζήση. ῾Ο δε θέλων δικαιούν εαυτόν είπε προς τον ᾿Ιησούν· Καί τις εστί μου πλησίον; ῾Υπολαβών δε ο ᾿Ιησούς είπεν· ῎Ανθρωπός τις κατέβαινεν από ῾Ιερουσαλήμ εις ῾Ιεριχώ, και λησταίς περιέπεσεν· οι και εκδύσαντες αυτόν και πληγάς επιθέντες απήλθον αφέντες ημιθανή τυγχάνοντα. Κατά συγκυρίαν δε ιερεύς τις κατέβαινεν εν τη οδώ εκείνη, και ιδών αυτόν αντιπα-ρήλθεν. ῾Ομοίως δε και Λευίτης γενόμενος κατά τον τόπον, ελθών και ιδών αντιπαρήλθε. Σαμαρείτης δε τις οδεύων ήλθε κατ᾿ αυτόν, και ιδών αυτόν εσπλαγχνίσθη, και προσελθών κατέδησε τα τραύματα αυτού επιχέων έλαιον και οίνον, επιβιβάσας δε αυτόν επί το ίδιον κτήνος ήγαγεν αυτόν εις πανδοχείον και επεμελήθη αυτού· και επί την αύριον εξελθών, εκβαλών δύο δηνάρια έδωκε τω πανδοχεί και είπεν αυτώ· ᾿Επιμελήθητι αυτού, και ο τι αν προσδαπανήσης, εγώ εν τω επανέρχεσθαί με αποδώσω σοι. Τις ούν τούτων των τριών πλησίον δοκεί σοι γεγονέναι του εμπεσόντος εις τους ληστάς; ῾Ο δε είπεν· ῾Ο ποιήσας το έλεος μετ᾿ αυτού. Είπεν ούν αυτώ ο ᾿Ιησούς· Πορεύου και συ ποίει ομοίως.
Απόδοση:
Εκείνο τον καιρό, κάποιος νομοδιδάσκαλος πλησίασε τον ᾿Ιησού, και για να τον φέρει σε δύσκολη θέση του είπε· «Διδάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κερδίσω την αιώνια ζωή;» ῾Ο ᾿Ιησούς τον ρώτησε· «῾Ο νόμος τι γράφει;» ᾿Εκείνος απάντησε· Ν’ αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου μ’ όλη την καρδιά σου και μ’ όλη την ψυχή σου, μ’ όλη τη δύναμή σου και μ’ όλο τον νού σου· και τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου.«Πολύ σωστά απάντησες», του είπε ο ᾿Ιησούς· «αυτό κάνε και θα ζήσεις». ᾿Εκείνος όμως, θέλοντας να δικαιολογήσει τον εαυτό του, είπε στον ᾿Ιησού· «Καί ποιός είναι ο πλησίον μου;» Πήρε τότε αφορμή ο ᾿Ιησούς και είπε· «Κάποιος άνθρωπος, κατεβαίνοντας από τα ῾Ιεροσόλυμα για την ῾Ιεριχώ, έπεσε πάνω σε ληστές. Αυτοί τον ξεγύμνωσαν, τον τραυμάτισαν και έφυγαν παρατώντας τον μισοπεθαμένο. ᾿Από κείνο τον δρόμο έτυχε να κατεβαίνει και κάποιος ιερέας, ο οποίος τον είδε, αλλά τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει σημασία. Το ίδιο και κάποιος λευίτης, που περνούσε από κείνο το μέρος· παρ’ όλο που τον είδε κι αυτός, τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει σημασία. Κάποιος όμως Σαμαρείτης που ταξίδευε, ήρθε προς το μέρος του, τον είδε και τον σπλαχνίστηκε. Πήγε κοντά του, άλειψε τις πληγές του με λάδι και κρασί και τις έδεσε καλά. Μάλιστα τον ανέβασε στο δικό του το ζώο, τον οδήγησε στο πανδοχείο και φρόντισε γι’ αυτόν. Την άλλη μέρα φεύγοντας έβγαλε κι έδωσε στον πανδοχέα δύο δηνάρια και του είπε· “φρόντισέ τον, κι ο,τι παραπάνω ξοδέψεις, εγώ όταν ξαναπεράσω θα σε πληρώσω”. Ποιός λοιπόν απ’ αυτούς τους τρεις κατά τη γνώμη σου αποδείχτηκε “πλησίον” εκείνου που έπεσε στους ληστές;» ῾Ο νομοδιδάσκαλος απάντησε· «᾿Εκείνος που τον σπλαχνίστηκε». Τότε ο ᾿Ιησούς του είπε· «Πήγαινε, και να κάνεις κι εσύ το ίδιο».
Τα σχόλια είναι κλειστά.