ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Προς Κορινθίους Β΄ (στ΄ 16 – ζ΄1)
Αδελφοί, τις συγκατάθεσις ναώ Θεού μετά ειδώλων; Υμείς γαρ ναός Θεού εστε ζώντος, καθώς είπεν ο Θεός ότι ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω, και έσομαι αυτών Θεός, και αυτοί έσονταί μοι λαός. Διό εξέλθατε εκ μέσου αυτών και αφορίσθητε, λέγει Κύριος, και ακαθάρτου μη άπτεσθε, καγώ εισδέξομαι υμάς, και έσομαι υμίν εις πατέρα, και υμείς έσεσθέ μοι εις υιούς και θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ.
Ταύτας ούν έχοντες τας επαγγελίας, αγαπητοί, καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος, επιτελούντες αγιωσύνην εν φόβω Θεού.
Ἀπόδοση στη νεοελληνική:
Αδελφοί, μπορεί να υπάρχη συμφωνία μεταξύ του ναού του Θεού και των ειδώλων; Διότι σείς είσθε ναός του Θεού του ζωντανού, καθώς είπεν ο Θεός, Θα κατοικήσω μέσα τους και θα περπατήσω μεταξύ τους και θα είμαι ο Θεός τους και αυτοί θα είναι ο λαός μου. Διά τούτο φύγετε από μέσα απ’ αυτούς και χωρισθήτε, λέγει ο Κύριος, μη εγγίζετε ακάθαρτον και εγώ θα σας δεχθώ, και θα είμαι Πατέρας σας και σείς θα είσθε υιοί μου και θυγατέρες, λέγει ο Κύριος ο Παντοκράτωρ.
Επειδή λοιπόν έχομεν αυτάς τας υποσχέσεις, αγαπητοί, ας καθαρίσωμεν τους εαυτούς μας από κάθε μολυσμόν σαρκός και πνεύματος, τελειοποιούμενοι εις την αγιωσύνην με φόβον Θεού.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ Κατά Ματθαίον (ιε΄ 21 – 28)
Τω καιρώ εκείνω, ανεχώρησεν ο Ιησούς εις τα μέρη Τύρου και Σιδώνος. Και ιδού γυνή Χαναναία από των ορίων εκείνων εξελθούσα εκραύγαζεν αυτώ λέγουσα· ελέησόν με, Κύριε, υιέ Δαυίδ· η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται. Ο δε ουκ απεκρίθη αυτή λόγον. και προσελθόντες οι μαθηταί αυτού ηρώτων αυτόν λέγοντες· απόλυσον αυτήν, ότι κράζει όπισθεν ημών. Ο δε αποκριθείς είπεν· ουκ απεστάλην ει μη εις τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου Ισραήλ.
Η δε ελθούσα προσεκύνησεν αυτώ λέγουσα· Κύριε, βοήθει μοι. Ο δε αποκριθείς είπεν· ουκ έστι καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοις κυναρίοις. Η δε είπε· ναί, Κύριε· και γαρ τα κυνάρια εσθίει από των ψυχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών.
Τότε αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτή· ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις! γενηθήτω σοι ως θέλεις. Και ιάθη η θυγάτηρ αυτής από της ώρας εκείνης.
Τότε αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτή· ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις! γενηθήτω σοι ως θέλεις. Και ιάθη η θυγάτηρ αυτής από της ώρας εκείνης.
Απόδοση στη νεοελληνική:
Τον καιρό εκείνο, ανεχώρησε ο Ιησούς εις τα μέρη της Τύρου και της Σιδώνος. Και μία γυναίκα Χαναναία από την περιοχήν εκείνην εβγήκε και εφώναζε, «Ελέησέ με, Κύριε, υιέ του Δαυίδ. Η θυγατέρα μου βασανίζεται από δαιμόνιον». Αυτός όμως δεν απεκρίθη ούτε λέξιν. Και ήλθαν οι μαθηταί του και του έλεγαν, «Διώξε την, διότι φωνάζει από πίσω μας». Αυτός απεκρίθη, «Δεν είμαι σταλμένος παρά εις τα πρόβατα τα χαμένα της γενεάς του Ισραήλ».
Αυτή δε αφού τον επλησίασε, τον προσκυνούσε και έλεγε, «Κύριε, βοήθησέ με». Εκείνος της απεκρίθη, «Δεν είναι σωστό να πάρω το ψωμί των παιδιών και να το ρίξω στα σκυλιά». Αυτή δε είπε, «Ναί, Κύριε, αλλά και τα σκυλιά τρώγουν από τα ψίχουλα, που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων τους».
Τότε ο Ιησούς της απεκρίθη, «Ω γυναίκα, μεγάλη είναι η πίστις σου· ας σού γίνη όπως θέλεις». Και εθεραπεύθηκε η θυγατέρα της από την ώραν εκείνην.
Τα σχόλια είναι κλειστά.