Πάντοτε πριν την αυγή,…είναι το πιο πυκνό σκοτάδι(Αληθινή διήγηση)

-Γεννήθηκα στο Σμολένσκ, μία κωμόπολη Ρωσική, περίπου εκατό χιλιόμετρα α­πό τη Μόσχα, το 1912. Από μικρό παιδί ήμουν σχεδόν άθεος, μεγαλώνοντας ασπά­σθηκα τον κομμουνισμό. Ό πατέρας μου ήταν αυστηρός μπολσεβίκος και είχε λάβει μέρος στην κομμουνιστική επανάσταση το 1917, πού ανέτρεψε το καθεστώς του Τσάρου.
Ή μητέρα μου ή Άννα ήταν καλή χριστιανή, αλλά από το φόβο του πατέρα έκανε τα καθήκοντα της τα χριστιανικά κρυφά. Είχα και έναν… μικρότερο κατά τρία χρόνια αδελφό, τον Αλέξιο. Αυτήν την ώρα μόνο αυτόν θυμάμαι, αυτόν μπορώ και αυτόν θέλω να θυμάμαι…
Αργοπεθαίνω.
Οι γιατροί μου έκοψαν και τα δύο πόδια και το αριστερό χέρι γιατί κινδύνευα απ’ τη φοβερή γάγγραινα των άκρων. Από τότε είμαι κλεισμένος, ακίνητος, πάνω σ’ αυτό το κρεβάτι, στο σκοτεινό θάλαμο Νο Ο (μηδέν).
Με έχουν κάνει πειραματόζωο και φυσικά, αν δεν πεθάνω κάποια στιγμή, θα με σκοτώσουν οι γιατροί, όταν τελειώσουν τα πειράματα τους.
Είναι δώδεκα (12) Δεκεμβρίου. Πλησιάζουν Χριστούγεννα. Τί περίεργο αλή­θεια! Για πρώτη φορά στη ζωή μου δακρύ­ζω σ’ αυτή τη σκέψη. Ήμουν… ανέκαθεν άθεος. Ό αδελφός μου ό Αλέξιος όμως α­πό νήπιο ξημεροβραδιαζόταν στην εκκλησία .
Ήταν άριστος μαθητής στο σχολείο. Ό πατέρας μου, όταν εγώ άρχισα τις σπουδές μου στη Στρατιωτική Σχολή της Μόσχας, ονειρευόταν και για τον Αλέξιο μια λαμπρή σταδιοδρομία αξιωματικού του Ερυθρού Στρατού. Όμως τη χρονιά πού εγώ τελείωνα τη Σχολή κι ό Αλέξιος… ήταν τότε είκοσι (20) χρονών, το 1935… μια νύχτα έφυγε για πάντα. Ή μη­τέρα βρήκε ένα γράμμα με λίγες λέξεις πά­νω στο μαξιλάρι: «Συγχωρήσατε με καλοί μου γονείς, Νικολάι και Αννούσκα… αλλά με καλεί ό ουράνιος Βασιλέας, να καταταγώ στο στρατό Τον. Δεν μπορώ ν’ αρνηθώ την πρόσκληση.
Φεύγω κι εύχομαι καλή σωτηρία.
Υ.Γ.: Μην το πείτε παρακαλώ στον Ιβάν. Θα του γράψω εγώ».
Πράγματι, δε μου το είπαν αμέσως, διότι ήταν ή εποχή πού έδινα εξετάσεις για το δίπλωμα. Φυσικά, όταν γύρισα το φθινόπωρο στο σπίτι, μου έδειξαν το γράμμα. Ένας κόμπος μου ανέβηκε στο λαιμό.
Τώρα πού το θυμάμαι… ήθελα, αν ήταν δυνατόν, να τον έβλεπα τώρα, να του ζητήσω συγγνώμη… ναι, διότι ή θλίψη μου, έπειτα από λίγες στιγμές έγινε οργή και αρπάζοντας το στρατιωτικό μου όπλο, τράβηξα τον πατέρα μου απ` το μανίκι φωνάζοντας: «Γιατί δεν έψαξες να τον βρεις; Εγώ τώρα, οπού και να ‘χει πάει, θα τον βρω και θα τον σκοτώσω». Ή μητέρα έβγαλε μια κραυγή τρόμου.
Ό πατέρας κατέβασε από τον τοίχο το κυνηγετικό του όπλο, λέγοντας μου: «Δεν έψαξα, γιατί σε περίμενα. Όπως ξέρεις, ή τιμή ενός μπολ­σεβίκου δεν σηκώνει τέτοιο ρεζίλεμα σαν αυτό του Άλιόσα».
Ό θυμός μας είχε τυ­φλώσει. Νιώθαμε πώς μας είχε γίνει φοβε­ρή προσβολή και μάλιστα για κάτι τόσο βλακώδες, όπως ήταν ό Θεός του Αλεξίου… Φυσικά, για μας δεν υπήρχε Θεός και οι εκκλησίες έπρεπε να γίνουν όλες στάβλοι… Δύο μοναστήρια ήταν τα πλη­σιέστερα: Της Όπτινα (πού είχε ήδη κατα­στραφεί στη διάρκεια της Κομμουνιστικής Επανάστασης) και τα ερημητήρια των α­γρίων ορέων του Ροσλάβ.
Ψάξαμε ανάμεσα σ’ αυτά, εισβάλλοντας με απειλές και κατάρες, και απαιτώ­ντας από τους καλόγηρους να μας παρα­δώσουν τον Αλέξιο.
Σ’ ένα από τα ερημητήρια (όπως καταφέραμε να μάθουμε) είχε καταφύγει, ποθώντας ν’ αφιερωθεί στο Θεό του… Αφού υβρίσαμε τον Ηγούμενο, ό πατέρας μου τον τράβηξε από τη γενειά­δα, λέγοντας: «Σκύλε παπά, δώσε μου πί­σω το μικρό μου γιο!». Εκείνος με ήρεμο βλέμμα του είπε να κοιτάξει ψηλά… Ό Α­λέξιος ντυμένος τα ράσα, ήταν στην κορυ­φή του καμπαναριού. Μας έπιασε ρίγος. «Αφήστε ήσυχους τους αδελφούς ευλογη­μένοι.
Ιδού, εγώ είμαι εδώ…». «Κατέβα α­μέσως κάτω, ειδάλλως θα πυροβολήσω», του είπα εγώ με φωνή πού έτρεμε. «Ησυχάστε. Θα είστε κουρασμένοι. Φάτε, ανα­παυθείτε κι έρχομαι έπειτα μαζί σας…». Φυσικά, δεν ήρθε μαζί μας, αλλά από κρυφή έξοδο αναχώρησε, όχι μόνο από το Μοναστήρι, αλλά κι απ’ τη Ρωσία.
Από τότε δεν τον ξαναείδα πια ποτέ. Μας έστειλε έπειτα από τρία χρόνια ένα γράμμα: «Είμαι στο ΑΠΟΝ ΟΡΟΣ, στην πρωτεύουσα της Ορθοδοξίας, την Ελλάδα. Προ δέκα ήμερων έγινα Μεγαλόσχη­μος Μοναχός κι έλαβα το όνομα: Χριστό­φορος.
Εάν θέλει ό Ιβάν, ας έλθει να μ’ ε­πισκεφθεί. Είμαι στη ρωσική Μονή του Α­γίου Παντελεήμονος. Ό Θεός μεθ’ υμών». Εγώ βέβαια, ούτε πήγα ποτέ, ούτε γράμ­μα του έγραψα… Νιώθω το σώμα μου να παγώνει… Δεν μπορώ να γράψω άλλο…».

«19 Δεκεμβρίου 1941… Κάθε μέρα πού περνάει νομίζω πώς είναι για μένα ή τελευταία. Ωστόσο, δεν παύω με το νου μου ν’ αναπολώ τα περασμένα… Το σπίτι μας στο Σμολένσκ, το σχολείο, τη Στρατιωτική Σχολή, όλους όσους γνώρισα λίγο ή πολύ στη ζωή μου. Άραγε με θυμάται τώρα κα­νείς απ’ αυτούς; Ό παππούς ό Βάνια, πού μου έμαθε να ρίχνω τη σφεντόνα, ή γιαγιά Κλαυδίγια, πού μου έπλεκε ζεστές μάλλι­νες κάλτσες για το χειμώνα…. οι γονείς μου πού, αγνοί βιοπαλαιστές, αγωνίστη­καν να μας μεγαλώσουν εμένα και τον α­δερφό μου… ή γειτόνισσα ή Λιούμπα, ό Πιότρ ό ταχυδρόμος, ό Άντρέι ό δάσκα­λος… δεκάδες πρόσωπα, πράγματα και γε­γονότα, πού μου φαίνονται όμως τώρα τό­σο μηδαμινά κι ασήμαντα…
Σήμερα έχω φριχτούς πόνους στα κομμένα μου πόδια… αισθάνομαι να σαπίζω ζωντανός. Καθημερινά σχεδόν έρχονται δύο γιατροί με πρόσωπα παγωμένα, και αφού με ναρκώσουν πειραματίζονται πάνω στο σώμα μου, χωρίς να ξέρω πώς, λόγω της νάρκωσης… Όταν συνέλθω συνήθως πονάω πολύ κι έχω συνεχή τάση για εμε­τό. Κρυώνω φοβερά μια και δεν υπάρχει θέρμανση στο θάλαμο. Μου έχουν ξυρίσει το κεφάλι, για κάποιο σκοπό πού μόνο τα διεστραμμένα τους μυαλά γνωρίζουν…
Ό νους μου τρέχει εδώ κι εκεί, χωρίς να στέκεται κάπου συγκεκριμένα, ακόμη και σε ανήθικες σκέψεις. Έξαλλου και στη ζωή μου δεν ήμουν ιδιαίτερα ηθικός. Γι’ αυτό ό Αλέξιος μου είχε πει κάποτε: «Το σώμα σου πού παρέδωσες στη σαπίλα, θα σαπίσει ζωντανό, πριν βγει ή ψυχή σου Ιβάν. Πολύ λυπάμαι για την ψυχή σου…».
Είναι μέρες τώρα πού έχω μια παράξε­νη φοβία, πού ολοένα μεγαλώνει. Νιώθω σαν το αιχμάλωτο ζώο, πού πρόκειται να δοθεί ως τροφή σε σαρκοφάγα θηρία… Αν πίστευα στο Θεό, θα ονόμαζα τη φοβία μου «έλεγχο συνειδήσεως».
Αν πίστευα… λίγους μήνες πριν την εισβολή των Γερμανών στη Ρωσία, έλαβα ένα ακόμη σύ­ντομο γράμμα από τον αδερφό μου, πού ή­ταν και το τελευταίο: «Χθες χειροτονήθη­κα Ιερομόναχος εν ονόματι Ιησού Χρί­στου τον Κυρίου ημών, δια πρεσβειών της Αειπάρθενου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, Εύχεσθε για μένα. Υ.Γ.: Ιβάν να με θυμη­θείς στην απομόνωση σου».
Τώρα σκέφτο­μαι ότι ό Αλέξιος ή μάλλον ό Χριστόφο­ρος είναι Άγιος. Ναι, σίγουρα είναι Άγιος. Τον είδα στον ύπνο μου απόψε, ντυ­μένο Ιερομόναχο, με κατάλευκα άμφια, θυμιατό κι ένα ξύλινο φωτεινό σταυρό… Με κοίταξε λυπημένος. Κάποια στιγμή χαμογελώντας ελαφρά μου είπε με απαλή φωνή: «Ιβάν, μη φοβάσαι. Ό Χριστόφο­ρος είμαι». – «Πονάω πολύ αδελφέ μου, βοήθησε με», του είπα. «Ιβάν σε λίγες μέ­ρες θα ‘έρθεις και συ εδώ, πού είμαι και γώ. Θα σε στείλει ό παπά-Στεφάν Ζινόφσκυ από την Αγία Πετρούπολη».
Έπειτα χάθηκε από τα μάτια μου. Του φώναζα να γυρίσει πίσω, αλλά μάταια. …Μα, γιατί μου είπε πώς θα πάω εκεί που είναι και αυτός; Και ποιος είναι ό παπά-Στεφάν; Ε­γώ δεν γνωρίζω κανέναν παπά-Στεφάν… Τα μάτια μου βουρκώσανε, ή καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή… ό Χριστόφορος πέ­θανε, έχει πεθάνει! Κι εγώ θα πεθάνω σύ­ντομα… θα πεθάνω… Θεέ μου, δεν θέλω να πεθάνω!… Νιώθω το κεφάλι μου έτοιμο να εκραγεί. Τώρα θυμάμαι τί μου είπε ό Χριστόφορος το τελευταίο Πάσχα πού ήμασταν μαζί: «Ό θάνατος; Μα δεν υπάρχει θάνατος! Μόνο μεταβολή, χωρισμός ψυχής και σώματος. Ό άνθρωπος πλάσθη­κε από το Θεό ΑΘΑΝΑΤΟΣ, αλλά μόνον κοντά Του.
Μακριά Του είναι μια ζωή θανατηφόρα -πέραν του τάφου- γεμάτη αιώνια πικρότατη ΣΙΩΠΗ, φοβερότατο ΣΤΕΝΑΓΜΟ, μεγάλο ΦΟΒΟ και ΑΓΩ­ΝΙΑ, ΑΝΑΜΟΝΗ χωρίς ΕΛΠΙΔΑ, ακατά­παυστη ΟΔΥΝΗ, ψυχικό κι ατελεύτητο ΔΑΚΡΥ, ΑΙΩΝΙΑ ΚΟΛΑΣΙΣ».
Τρέμω ολόκληρος… Δεν μπορώ… σταματώ εδώ…».

«24 Δεκεμβρίου 1941: …Ό θάνατος είναι δίπλα μου, νιώθω τα παγωμένα του χέ­ρια να μου πιέζουν την καρδιά… Άλλα ας είναι… Διότι από σήμερα για μένα άλλα­ξαν τα πάντα. Προ ολίγου ήρθε κάποιος παράξενος άνθρωπος, με μπλε σκούρα ρούχα και μια κατάλευκη γενειάδα. Το βλέμμα του ήταν πονεμένο και χαρούμενο μαζί. Φαινόταν βιαστικός. Αφού σφάλισε την πόρτα, μου είπε ψιθυριστά στα Ρωσι­κά: «Δεν με γνωρίζεις παιδί μου, το ξέρω. Άλλα, μην φοβάσαι… Με λένε Στεφάν και είμαι ιερέας του Ύψιστου Θεού». – «Στε­φάν;» ρώτησα κεραυνοβολημένος. «Στε­φάν Ζινόφσκυ;» – «Ναι, από την Πετρού­πολη. Είμαι στην υπηρεσία του Νοσοκο­μείου, ως αιχμάλωτος πολέμου, στα κατα­ναγκαστικά έργα μεταφοράς ανθρώπινων πτωμάτων, στους κλιβάνους καύσεως για απανθράκωση και σαπωνοποίηση. Μας δίδεται καθημερινώς ένας κατάλογος με τους αριθμούς των θαλάμων και τα ονόματα εκείνων πού πρέπει να μεταφέρουμε.
Χθες στον κατάλογο διάβασα το όνομα σου. Θάλαμος Νο Ο, Ιβάν Στάρτσκωφ, κωδ. αρ. 542770.
Αντέγραψα σε άλλο χαρ­τί αυτά τα στοιχεία και τα φύλαξα».
Ή επόμενη κίνηση του ήταν να βγάλει από τον κόρφο του ένα πολύ λεπτό ύφασμα διπλωμένο σφιχτά, σε γαλάζιο χρώ­μα. – «Ιδού παιδί μου. Αυτό είναι το πε­τραχήλι, πού με θυσία αίματος μου έφτια­ξαν χέρια αδελφικά, ώστε κι εδώ στη φο­βερή αιχμαλωσία, έστω κι αν χάνονται σώματα να σώζονται ψυχές».
Τον διέκοψα απότομα ρωτώντας τον με αγωνία: – «Πέστε μου Μπάτουσκα (παππούλη), ειλικρινά τι σας παρακίνησε να έρθετε σε μένα;» Μου απάντησε ψιθυρι­στά: «Κοίταξε, παιδί μου. Το ξέρω ότι ο­νομάζεσαι Ιβάν Στάρτσκωφ, είσαι από το Σμολένσκ, και είσαι αδελφός του Αλεξίου Στάρτσκωφ, πού τώρα είναι…» – «Πώς τα ξέρετε όλα αυτά;» ρώτησα κατάπληκτος. -«Είναι πολύ απλό. Εγώ έχω ένα γιο πού τώρα είναι ιερομόναχος στο ερμητικό κελί του Άγιου Ιωάννου του Θεολόγου, εκεί οπού είχε καταφύγει ό αδελφός σου αρχικά, για να γίνει Μοναχός. Συνέπεσε λοιπόν την ημέρα πού είχες έρθει με τον πατέρα σου, για να πάρετε τον Αλέξιο, ή μάλλον τον Χριστόφορο πίσω, να είμαι κι εγώ εκεί, διότι την επομένη επρόκειτο να γίνει ό γιος μου Μεγαλόσχημος Μονα­χός.
Είδα λοιπόν όλη τη σκηνή με τα μά­τια μου. Όταν εσείς μπήκατε στο αρχονταρίκι για ανάπαυση, ό αδελφός σου έ­τρεξε βιαστικά στο κελί του γιου μου, λέγοντας του: – «Πάτερ Μιχαήλ! Να πεις σε παρακαλώ στον Ηγούμενο να με συγχωρήσει, αλλά φεύγω αμέσως για το Α­ΓΙΟΝ ΟΡΟΣ!» – «Αλέξιε, αδελφέ, είναι σωστό να φύγεις τώρα;» τον ρώτησε ό γιος μου. Είναι θέλημα Θεού αδελφέ! Μην αποκαλύψετε τίποτε στον πατέρα μου και στον Ιβάν… Ευλογείτε, αδελφέ! Να εύχεσθε για μένα!». – «Ή Παναγία μαζί σου Αλέξιε!»

Εκείνος έφυγε τρέχοντας και χάθηκε στο δάσος. Από τότε έστειλε δύο φορές επιστολή στον Ηγούμενο, την πρώτη για την κούρα του σε μεγαλόσχη­μο και τη δεύτερη για τη χειροτονία του. Από καιρού εις καιρόν πού επισκεπτό­μουν τους Μοναχούς εκεί, μάθαινα και για τα γράμματα του. Πριν από αρκετούς μήνες ήρθε κι ένα ακόμη γράμμα, το τρίτο και τελευταίο, σταλμένο από τον Ηγούμε­νο της Ιεράς Μονής Αγίου Παντελεήμο­νος. Αυτό το είδα κι εγώ με τα μάτια μου”
Έγραφε: «ό αδελφός ημών Ιερομόναχος πατήρ Χριστόφορος, ανεπαύθη χθες, την έκτη πρωινή ώρα εν Κυρίω. Αύριον αρχίζουν την τέλεσε των μνημοσυνών του. Παρακαλείσθε όπως μνημονεύετε την ψυχή του αδελφού, αν και ημείς έχομεν μάλλον περισσοτέραν ανάγκην των ιδικών του ευχών, παρά εκείνος από τάς ιδικάς μας. Ήτο αγία ψυχή, πραγματικά τα­πεινός και άκακος Μοναχός, φίλος θερ­μός της αδιάλειπτου προσευχής και της ασκητικής ζωής. Ας είναι αιωνία του ή μνήμη».
Εγώ είχα μείνει εμβρόντητος από όσα είχα ακούσει. Πέρασαν ένα δύο λεπτά μέ­χρι να συνέλθω. Ένιωθα ένα συνεχές σφίξιμο στην καρδιά, σα να πιεζόταν βασανι­στικά από την αφόρητη θλίψη. Ξέσπασα σ’ ένα σχεδόν βουβό κλάμα, με πνιγμένους λυγμούς… Τα κομμένα μου μέλη πονούσαν φρικτά, όχι τόσο από τον σωματικό όσο α­πό τον ψυχικό πόνο: «Μπάτουσκα, Μπάτουσκα (παππούλη, παππούλη), έχει πεθά­νει λοιπόν, το ήξερα, τόχα καταλάβει. Ήρ­θε στον ύπνο μου και μου είπε για σας…». «Ό πατήρ Χριστόφορος είναι πλέον στον Παράδεισο», είπε τότε ό παπά-Στεφάν δακρυσμένος, με βλέμμα να κοιτάει ψηλά έ­ξω τον έναστρο ουρανό.
– «Μπάτουσκα, ό αδελφός μου, ό μικρός μου Άλιόσα ήταν Άγιος… Εγώ… ε­γώ είμαι ένα κτήνος…» του έλεγα με λυγμούς. – «Σώπασε, παιδί μου, ησύχασε… Πρέπει να σου πω και κάτι άλλο ακόμη, Ή επιστολή του Ηγουμένου είχε και υστερόγραφο: «Διαβιβάσατε αδελφοί, εις την οικογένεια του π. Χριστόφορου, ότι έχα­σε την ζωή του εις ώραν ιερού καθήκο­ντος.
Διότι, αφού τέλεσαν ξημερώματα την Θεία Λειτουργία, και αφού κοινώνησε ό ίδιος, οι αδελφοί Μοναχοί της Μονής και τρεις φιλοξενούμενοι στρατιω­τικοί, ανέλαβε αυτοβούλως να οδηγήσει τους τελευταίους έως της παραλίας, όπου κρυφίως θα τους παρελάμβανε κάποιο κα­ράβι δια την Μέση Ανατολή. Δυστυχώς όμως, λόγω προδοσίας έπεσαν εις ενέδρα Γερμανών την ώρα όπου πλησίαζαν το καράβι στην παραλία, όπου ευρίσκοντο όλοι συγκεντρωμένοι. Οι Γερμανοί άρχισαν να πυροβολούν.
Τότε ό ευλογημένος π. Χριστόφορος, δια να σώσει την ζωή των άλλων, φωνάζοντας «Πέσατε κάτω αδελφοί», άρχισε να τρέχει κατά μήκος της παραλίας, κραυγάζων ατάκτως και κάμνων ζωηράς χειρονομίας, έλκοντας επά­νω του την προσοχήν των εχθρών. Μία σφαίρα τον εύρε εις την καρδίαν. Ήτο ξη­μερώματα Κυριακής, Ιουνίω μηνί – 1941.
Ό Θεός μεθ’ υμών και ημών. Ταπεινός προς Κύριον ευχέτης
ό Καθηγούμενος γ. Ιερομόναχος Σαμουήλ
και οι συν εμοί εν Χριστώ αδελφοί».
– «Όπως βλέπεις Ιβάν, ό αδελφός σου δεν ήταν μόνον Άγιος, αλλά και ήρωας». Εγώ πλέον είχα πνιγεί στο θρήνο. Ό π. Στεφάν ξεδίπλωσε το πετραχήλι, λέγοντας μου με τρεμάμενη φωνή: «Ιβάν, παιδί μου, αύριο πού είναι Χριστούγεννα, θα είσαι και συ στον Ουρανό.
Ό π. Χριστόφορος σε περιμένει…». – «Πώς το ξέρετε αυτό;» ρώτησα μέσα στ’ αναφιλητά μου. – «Με ειδοποίησε παιδί μου… Έλα τώρα να πεις στο Χριστό μας τη ζωή σου». Άπλωσε πάνω μου το λεπτό πετραχήλι με τους κόκκι­νους κεντημένους σταυρούς. – «Σ’ ακούει ό Χριστός τώρα, παιδί μου. Αύριο θα ‘σαι στον Παράδεισο». – «Ήμαρτον, πάτερ, ήμαρτον… είμαι ένα θηρίο, ένα κτήνος…».
Του είπα όλη τη ζωή μου από μικρόπαιδί έως τότε. Αφού μου διάβασε την ευ­χή συγχωρήσεως όλων των εγκλημάτων μου, έβγαλε από τον κόρφο του ένα μικρό καρύδι. Το πίεσε λίγο κι εκείνο άνοιξε. Τον κοίταξα σαστισμένος. – «Είναι ή Αγία Κοι­νωνία, Ιβάν, ό Ιησούς Χριστός…». – «Μα, πώς πάτερ…». – «Τελούμε πότε – πότε κρυ­φές Θείες Λειτουργίες, με τη σκέπη του Θε­ού. Υπάρχουν αρκετοί Ορθόδοξοι εδώ…Έλα τώρα παιδί μου να κοινωνήσεις. Κά­με το σταυρό σου…».
Έκανα τότε το σταυ­ρό μου, για πρώτη σχεδόν φορά στη ζωή μου κι έλαβα τη ΖΩΗ μέσα στην ψυχή μου. – «Τώρα όλα τέλειωσαν Ιβάν. Θα ‘ρθω αύριο το πρωί να παραλάβω το σώμα σου». – «Μπάτουσκα, έχω εδώ μερικά κομμάτια χαρτί, σαν ημερολόγιο. Σάς παρα­καλώ, όταν έρθετε, να τα πάρετε. Θα το ‘χω κάτω από το μαξιλάρι». Μου έσφιξε το χέρι, κουνώντας καταφατικά το κεφάλι. Πήρα έτσι την ευχή του, φιλώντας το λε­πτό βασανισμένο χέρι του καλού Λευΐτη.
Με σταύρωσε και ψιθυρίζοντας μου: «Μακαριά ή οδός σου παιδί μου. Να εύ­χεσαι και για μένα τον ταπεινό», γλίστρησε αθόρυβα πίσω από την πόρτα και χά­θηκε μέσα στο σκοτάδι…
«…Τί ώρα να ‘ναι άραγε; Ίσως τρεις ή τέσσερις ή πέντε τα ξημερώματα. Πάντως μου φαίνεται ότι το σκοτάδι διαλύεται, από ένα αμυδρό φως.
Είναι 25 του Δεκέμβρη 1941… ξημερώνει ή γιορτή των Χρι­στουγέννων…
Δεν μπορώ να σταματήσω το κλάμα, όχι από λύπη, αλλά από χαρά… Ήρθε ή ώρα να φύγω… δεν νιώθω πλέον τα μέλη μου, μόνο στην καρδιά μου υπάρ­χει ακόμη λίγο αίμα… να, μια ηλιαχτίδα ίσχυσε το σκοτάδι… Μπάτουσκα, φεύγω… Συγχώρεσε με, την ευχή σου…
Ιβάν Νικολάγιεβιτς Στάρτσκωφ ό αμαρτωλός».
Το σώμα του Ιβάν, ακρωτηριασμένο, χωρίς πόδια και αριστερό χέρι, βρέθηκε παγωμένο εκείνο το πρωί στο θάλαμο Ο (μηδέν). Εγώ ό ιερέας του Υψίστου Θεού, π. Στεφάν Ζινόφσκυ, με τη βοήθεια ενός άλλου αδελφού το μεταφέραμε, μαζί με άλλα πτώματα στους κλιβάνους. Έψαλα ψιθυριστά τη νεκρώσιμη ακολουθία, καθώς έριχναν το σώμα του Ιβάν στις φλό­γες. Τώρα πια δεν λυπάμαι, ούτε δακρύ­ζω.
Γιατί ξέρω, το νιώθω, ότι ό Ιβάν είναι ευτυχισμένος. Χαίρε ευλογημένε Ιβάν, πού με τους ποταμούς των δακρύων μιας σκοτεινής νύχτας, εξαγόρασες την αιώνια χαραυγή των Ουρανών.
ΤΕΛΟΣ Σημείωση: Ό ιερέας π. Στεφάν Ζινόφσκυ ήταν αιχμάλωτος στα καταναγκαστι­κά έργα του Γενικού Νοσοκομείου (κέντρο Ιατρικών Πειραμάτων), κάπου μεταξύ των γερμανό-αύστριακών συνόρων. Έζησε στην αιχμαλωσία ως το 1944. Πεθαίνο­ντας μου εμπιστεύθηκε μερικά φύλλα τριμ­μένου χαρτιού, με τις σκέψεις των τελευ­ταίων ήμερων του Ιβάν Στάρτσκωφ, με την τελευταία επιθυμία να δοθούν μετά την απελευθέρωση (πού ήδη τότε διαφαι­νόταν στον ορίζοντα) στη δημοσιότητα. Σεβόμενος την επιθυμία αυτή την πραγματοποίησα. Ας είναι οι λίγες αυτές σελίδες ιερό και αιώνιο μνημόσυνο για τον Ιβάν, τον ακρωτηριασμένο μελλοθάνατο, πού σε μια νύχτα πάλεψε και νίκησε τον θάνατο.
Θεοντόρ Λουντμίλωφ, ετών εξήντα πέ­ντε, συναιχμάλωτος του π. Στεφάν και κατά σάρκα ανιψιός του. Επέζησα, χάριτι Θεού, από την αιχμαλωσία. Μας ελευθέρωσαν τα συμμαχικά στρατεύματα των Άγγλο-άμερικανών το 1945.
ΚΙΕΒΟ, Απρίλης του 1970.

Ι.ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΟΡΤΑΙΤΙΣΣΗΣ ΔΥΤΙΚΟΝ ΠΕΛΛΗΣ.

Ημερολόγιο του Ιβάν Στάρτσκωφ

Μπορεί επίσης να σας αρέσει Περισσότερα από τον συγγραφέα

Τα σχόλια είναι κλειστά.

Read previous post:
Ο Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβρόσιος:ΠΟΙΟΙ ΚΥΒΕΡΝΟΥΝ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ;

-Με έκπληξη πληροφορηθήκαμε, ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Κοντονής προ ολίγων ημερών επισκέφθηκε τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών κ. Ιερώνυμο με...

Close