Ποια είναι η Κόλαση της Εδέμ;
Στέκω μπρος στην οθόνη της τηλεόρασης εκστατικός
βλέποντας
τους ροζ καπνούς της Κόλασης. Μιας κόλασης εκεί στον Τίγρη
και τον Ευφράτη, εκεί που κάποτε υπήρχε ο Παράδεισος της Εδέμ. Εκεί που ο Θεός φύτεψε τον Παράδεισο, εμείς δημιουργήσαμε μια κόλαση.
Βλέπω ξαπλωμένος στον καναπέ, τους ροζ καπνούς να υψώνονται θυσία σε θεούς πολέμου. Ακούω τα οργισμένα λόγια του εκφωνητή, και συμφωνώ. – Γυναίκα, μου φέρνεις σε παρακαλώ τον πασατέμπο; – Πόσοι άνθρωποι σήμερα θα πεθάνουν κάτω από τις φονικές αυτές βόμβες!
Στην κοντινή Εκκλησία οι Χαιρετισμοί της Παναγίας δεν έχουν τελειώσει ακόμα. Εγώ ήμουν πολύ κουρασμένος για να πάω – Ο Θεός ξέρει, δεν παρεξηγεί – Πολύ νόστιμο ήταν το «νηστίσιμο» φαγητό σήμερα. Έφαγα μέχρι σκασμού. – Έχουμε κανένα αναψυκτικό; – Πώ πω! Μεγάλη καταστροφή γίνεται στη Βαγδάτη! Αχ, εγκληματία Μπους!
Ένα παιδάκι ξαπλωμένο στο κρεβάτι του νοσοκομείου με κοιτάζει μέσα από την οθόνη φοβισμένο. Κοιτάζω πιο προσεκτικά το στήθος του. Τρέμει! Το παιδάκι αυτό τρέμει! Δεν μοιάζει να τρέμει από το κρύο. Να’ ναι από φόβο ή από μίσος; Μπορεί ένα τόσο δα παιδάκι να γνωρίζει το μίσος; Κοιτάζω τα μάτια του – μάτια φοβισμένου αγριμιού – και στο πρόσωπό του αναγνωρίζω τον μελλοντικό τρομοκράτη που κάποτε θα πάρει τη ζωή αρκετών αθώων Αμερικάνων ανακυκλώνοντας το μίσος…
Στρέφομαι στον γιο μου τον μικρό. Αυτός κοιμάται ήσυχος στο κρεβάτι του. Τυχερό παιδί! Γεννήθηκε στο σωστό τόπο και χρόνο. Ευχαριστώ τον Θεό που το δικό ΜΟΥ παιδί είναι καλά. – Μα κάτι πρέπει να γίνει για τα ξένα αυτά παιδάκια!
Ναι, βέβαια, άναψα το φως, για να το παρατηρήσει ο δορυφόρος του Μεγάλου Αδελφού. Έκανα το χρέος μου. Έδειξα κι εγώ ότι διαφωνώ με αυτόν τον πόλεμο…
Κι άλλο παιδάκι, ματωμένο, κοιτάζει απελπισμένα το φακό. Ποιος ξέρει, ίσως δεν ξαναδεί ποτέ τους γονείς του, ίσως ποτέ δεν ξαναπερπατήσει… Κοιτάζω το ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΤΟ ΠΑΙΔΙ. Είναι γερό. Είναι ασφαλές! Κάτι πρέπει να κάνω για το παιδάκι αυτό το ξένο. Πριν κοιμηθώ, θα προσευχηθώ για τα παιδάκια αυτά. Ίσως χύσω και μερικά δάκρυα, τόσα, όσα χρειάζονται για να ποτίσω τη ματαιοδοξία μου, πως «συμπάσχω» κι εγώ μαζί τους, πως έχω «καλή καρδιά» και νιώθω τον πόνο του άλλου…
Στη σκέψη μου αντηχούν τα λόγια της Καινής Διαθήκης: «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε». Και ξέρω, ότι αν Του ζητήσω να «κρατήσω» κι εγώ λίγη από τη δυστυχία του ξένου αυτού παιδιού, Εκείνος δεν θα μου το αρνηθεί. Κάποια στιγμή αν το ζητήσω, θα πληρώσω κι εγώ με δάκρυ το ξαλάφρωμα εκείνου του μικρού παιδιού. Ξέρω ότι η προσευχή, η αληθινή προσευχή απαιτεί θυσίες και δάκρυα πόνου… Ξανακοιτάζω το δικό μου το παιδί. Δεν τολμάω να ζητήσω τίποτα από τον Θεό. Αν θέλει να κάνει κάτι, ας το κάνει χωρίς τη δική ΜΟΥ θυσία. Δεν τολμάω να θέσω σε δοκιμασία την οικογενειακή ΜΟΥ ευτυχία για ένα άγνωστο παιδάκι… Θα προσευχηθώ «εκ του ασφαλούς».
Νιώθω το σαγόνι μου να τρέμει και τα δόντια μου να τρίζουν. Και ειλικρινά δεν ξέρω, αν είναι από οργή κατά του πολέμου, ή από οργή κατά της δικής μου υποκρισίας…
Αρκετά είδαμε. Τελείωσε και ο πασατέμπος. Πάμε για ύπνο!
…Θα καληνυχτίσω το μικρό μου γιο μ’ ένα φιλί – τη στιγμή που κάποιο παιδάκι εκεί στην Κόλαση της Εδέμ κλαίει πάνω από τα πτώματα των γονιών του – Θα ξαπλώσω στο καθαρό μου κρεβάτι – τη στιγμή που κάποιος οικογενειάρχης βλέπει τους κόπους μιας ζωής να γίνονται ερείπια – Θα αγκαλιάσω τη γυναίκα μου – τη στιγμή που κάποιος συνάνθρωπός μου αγκαλιάζει τη δική του γυναίκα ματωμένη και νεκρή – και θα κοιμηθώ ήσυχος με καθαρή τη συνείδηση, γιατί εγώ είμαι ανεύθυνος γι’ αυτόν τον πόλεμο…
Ή μήπως όχι;
Τα σχόλια είναι κλειστά.