To ερώτημα είναι καθαρά σχολαστικό. Ακαδημαϊκό. Ξεκινά με την προϋπόθεση ενός παραδείσου και μίας κόλασης πού αντιμετωπίζονται ως πραγματικοί τόποι ηθικής ανταμοιβής των καλών και δικαιικής τιμωρίας των πονηρών αντίστοιχα. Έχουμε δηλαδή ως προϋπόθεση εδώ μία ειδωλολατρική δυτικής προελεύσεως “θεολογία” περί δικαιώσεως ή κολασμού των ανθρώπων.Περί κτιστού παραδείσου και κολάσεως και ηθικών προϋποθέσεων για την κατάταξη κάποιου. Αν δεχόμασταν αυτή την “εύκολη θεολογία”, δεδομένης της απονηρίας και αναμαρτησίας των αβαπτίστων βρεφών αυτά καταλήγουν αξιωματικά στον τόπο του παραδείσου, ενώ κρίνεται σαδιστικός, οδυνηρός και άδικος ο κολασμός τους, μόνο και μόνο επειδή υπάρχουν αφώτιστα, δηλ. αβάπτιστα.
Γνωρίζουμε από την Πατερική Θεολογία πώς το βάπτισμα είναι αναγέννηση του ανθρώπου στην βασιλεία του Θεού και από την Γραφή πώς “όποιος δεν αναγεννηθεί από πνεύμα και ύδωρ” δεν εισοδεύει στην βασιλεία του Θεού. Επίσης ως “δεδομένο” λαμβάνουμε πώς παράδεισος και κόλαση δεν είναι κτιστοί τόποι, αλλά καταστάσεις. Είναι ο ΤΡΟΠΟΣ πού βιώνει ο καθένας μας τον Θεό, ως άκτιστο πυρ και άλλος μετέχει Αυτού παραδείσιος, άλλος απομακρύνεται κολασμένος στην αμεθεξία και την ακοινωνησία, γιατί αυτό το ίδιο άκτιστο πυρ- η άκτιστη ενέργεια είναι καυστική και όχι φωτιστική γι’αυτόν. Μας είναι επίσης παραδεδομένο πώς το Βάπτισμα απαλάσσει τον βαπτιζόμενο από την προπατορική κατάσταση της φθοράς στην οποία γεννώμαστε όλοι και όχι από την προπατορική νομική ενοχή του πρωταρχικού εδεμικού αμαρτήματος-αποστασία από τον Θεό,όπως φρονούν ιδία οι δυτικοί.
Συνεπώς τα αβάπτιστα βρέφη μην έχοντας συνείδηση μεθέξεως(αλλ’ούτε αυτό φρονώ είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε), ούτε ευκαιρία φωτίσεως(βαπτίσματος)-όπως οι άγιοι, δεν μετέχουν στον βαθμό των αγίων στον Παράδεισο, ούτε στον βαθμό των κολασμένων στην αμεθεξία, γιατί είναι αρτιγενή και απόνηρα κατά την πατερική ορολογία και ενώ έχουν από την ανθρώπινη φύση τους εξ άκρας γεννήσως τάση προς την αμαρτία(ουσία προπατορικού αμαρτήματος) δεν μπορούμε ωστόσο να τους καταλογίσουμε ηθικό αμάρτημα.Τα βρέφη αυτά μετέχουν ή δεν μετέχουν του Θεού, όπως Αυτός μόνον γνωρίζει. Θα είμασταν δογματικά εσφαλμένοι αν μιλούσαμε για παράδεισο και κόλαση γι’αυτά τα βρέφη δεδομένου πώς ούτε εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε τον δικό μας βαθμό μεθέξεως ή αμεθεξίας, είτε είμαστε φωτισμένοι είτε αφώτιστοι. Ασφαλώς αυτά τα βρέφη εντοπίζονται σε χώρον καλόν, στα χέρια του Πατέρα τους.
Όλοι είμαστε στα χέρια της αγάπης και της μέριμνας του Θεού. Άγιοι και κολασμένοι. Όλοι είμαστε υπό το βλέμμα του και μέσα στο σχέδιο της οικονομίας Του. Ας αφήσουμε τα αφώτιστα βρέφη στα χέρια του Θεού, αφού δεν μπορούμε εμείς οι ίδιοι να προεξοφλήσουμε την ίδια την κατάσταση μας. Παραλάβαμε το βάπτισμα από τα κυριακά χείλή ως προϋπόθεση ένταξης μας στην Βασιλεία, αλλά και την αγνωσία και την αδυναμία μας για τον εντοπισμό και την αξιολόγηση Κρίσης του Θεού. Ουκ εκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου.
Τέλος, καταχωρούμε τις σχετικές απόψεις των αγίων Πατέρων, πού χωρίς να αποτελούν δόγματα της Εκκλησίας είναι όμως οι καθαρότερα αξιόπιστες μαρτυρίες περί του θέματος:
Το δε απειρόκακον νήπιον, μηδεμιάς νόσου των της ψυχής ομμάτων προς την του φωτός μετουσίαν επιπροσθούσης, εν τω κατά φύσιν γίνεται, μη δεόμενον της εκ του καθαρθήναι υγιείας, ότι μηδέ την αρχήν την νόσον τη ψυχή παρεδέξατο” (Αγ. Γρηγορίου Νύσσης: “Περί των νηπίων των προ ώρας αφαρπαζομένων” μέρος 8).
Πως αμαρτωλοί δι’ αυτόν κατεστάθησαν οι πολλοί; Τι προς ημάς τα εκείνου πταίσματα; πως δε όλως οι μήπω γεγενημένοι καταδεδικάσμεθα συν αυτώ, καίτοι Θεού λέγοντος. ουκ αποθανούνται πατέρες υπέρ τέκνων, ούτε τέκνα υπέρ Πατέρων, ψυχή η αμαρτάνουσα αυτή αποθανείται; Ουκούν ψυχή μεν η αμαρτάνουσα αυτή αποθανείται. Αμαρτωλοί δε γεγόναμεν δια της παρακοής του Αδάμ δια τοιόνδε τρόπον. πεποίητο μεν γαρ επί αφθαρσία και ζωή, ην δε αυτώ και ο βίος αγιοπρεπής εν τω παραδείσω της τρυφής, όλος ην και δια παντός εν θεοπτίαις ο νους, εν ευδεία δε και γαλήνη το σώμα, κατηρεμούσης απάσης αισχράς ηδονής. ου γαρ ην εκτόπων κινημάτων θόρυβος εν αυτώ. Επειδή δε πέπτωκεν υφ’ αμαρτίαν και κατώλισθεν εις φθοράν, εντεύθεν εισέδραμον την της σαρκός φύσιν ηδοναί τε και ακαθαρσίαι, ανέφυ δε και ο εν τοις μέλεσιν ημών αγριαίνων νόμος. Νενόσηκεν ουν η φύσις την αμαρτίαν δια της παρακοής του ενός, τουτέστιν Αδάμ. …..” (Αγ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας: Ερμηνεία εις την προς Ρωμαίους Επιστολήν, Migne, P.G., 74, 788-789).
“Η γαρ άωρος τελευτή των νηπίων ούτε εν αλγεινοίς είναι τον ούτω του ζην παυσάμενον νοείν υποτίθεται ούτε κατά το ίσον τοις δια πάσης αρετής κατά τον τήδε βίον κεκαθαρμένοις γίνεται“ (Αγ. Γρηγορίου Νύσσης: Προς Ιέριον περί των προ ώρας αναρπαζομένων νηπίων, P.G. 46, 192).
“Μήτε δοξασθήσεται, μήτε κολασθήσεται παρά του δικαίου κριτού, ως ασφραγίστους μεν, απονήρους δε, αλλά παθόντας μάλλον την ζημίαν ή δράσαντας. ου γαρ όστις ου κολάσεως άξιος, ήδη και τιμής“ (Αγ. Γρηγορίου Θεολόγου: Λόγος μ΄. Εις το άγιον Βάπτισμα, P.G. 36, 389).
“Σας θυμίζω αυτό που λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ότι, όταν έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο και τον έβαλε στον παράδεισο, και ο άνθρωπος είχε τα πάντα, προκειμένου να κάνει τον δρόμο αυτό που χρειαζόταν, για να ανδρωθεί, του έδωσε μία εντολή. Ήταν τέλειος ο άνθρωπος, όπως ένα νήπιο. Ένα νήπιο όλα τα έχει, αλλά είναι νήπιο. πρέπει να ζήσει, για να ανδρωθεί.” (Συμεών Κραγιόπουλου, Πρεσβύτερου: “Αδάμ, που εί;”, σελ. 125).
Ο Ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί ότι βαπτίζουμε και τα νήπια “καίτοι αμαρτήματα ουκ έχοντα“, ώστε να προστεθή “αγιασμός, δικαιοσύνη, υιοθεσία, κληρονομία, αδελφότης του Χριστού τα μέλη είναι, το κατοικητήριον γενέσθαι του πνεύματος“
(Θεοδώρου Ζήση, Πρεσβυτέρου, καθ. Α.Π.Θ. : “Άνθρωπος και κόσμος εν τη οικονομία του Θεού κατά τον Ι. Χρυσόστομον“, σελ. 119).
Τα σχόλια είναι κλειστά.