Tου μακαριστού N. Ι. Σωτηροπούλου, θεολόγου και φιλολόγου
Οι Χιλιασταί δεν παραδέχονται την μητέρα του Κυρίου ως Θεοτόκον και αειπάρθενον, ισχυρίζονται ότι μετά τον Χριστόν απέκτησε και άλλα τέκνα εκ σαρκικής μίξεως μετά του Ιωσήφ, και δεν αποδίδουν εις αυτήν ιδιαιτέραν τιμήν.
Ουδέποτε χρησιμοποιούν περί αυτής ονόματα δεικνύοντα τρυφεράν αγάπην, θαυμασμόν και σεβασμόν, ως π.χ. το όνομα Παναγία, αλλά πάντοτε ομιλούν περί αυτής ως ομιλεί τις περί συνήθους γυναικός. Η Μαρία και η Μαρία, λέγουν συνεχώς, ως εάν επρόκειτο περί εξαδέλφης των! Αλλ’ η Γραφή ελέγχει την ασέβειάν των.
Θεοτόκος
«Καί πόθεν μοι τοῦτο ἵνα ἔλθῃ ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με;» (Λουκ. α’ 43).
Η Ελισάβετ, εν Πνεύματι Αγίω ομιλούσα, ονομάζει την Παρθένον μητέρα του Κυρίου της. Ποίον δε εγνώριζε και ανεγνώριζεν ως Κύριόν της η Ελισάβετ, ειμή τον Θεόν του Ισραήλ; Και πας πιστός ένα Κύριον αναγνωρίζει εν θρησκευτική έννοια, τον αληθινόν Θεόν. Η φράσις συνεπώς της Ελισάβετ «μήτηρ του Κυρίου» ισοδυναμεί προς την φράσιν «μήτηρ του Θεου» και προς το όνομα «Θεοτόκος».
«Και εἷπεν αὐτοῖς ὁ ἄγγελος· μή φοβεῖσθε· ἰδού γάρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντί τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστός Κύριος, ἐν πόλει Δαβίδ» (Λουκ. β’ 11).
Κατά το κοσμοχαρμόσυνον τούτο μήνυμα του αγγέλου προς τους ποιμένας της Βηθλεέμ ο εν τη πόλει του Δαβίδ γεννηθείς Σωτήρ είνε ο Χριστός ο Κύριος· ο Μεσσίας δηλαδή, τον οποίον προεφήτευον αι Γραφαί, ο Κύριος, τον οποίον επίστευον ως Θεόν οι Ισραηλίται. Αυτός ο Κύριος, ο Γιαχβέ Θεός του Ισραήλ, έγινε Χριστός, Μεσσίας, γεννηθείς εκ της Παρθένου (Ιεζ. μδ’ 2). Η Παρθένος εγέννησε «Χριστόν Κύριον», άνθρωπον και Θεόν, Θεάνθρωπον, και δια τούτο ομολογείται «κυρίως Θεοτόκος», Θεοτόκος δηλαδή εν κυριολεξία.
«Ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἔξει καί τέξεται υἱόν, καί καλέσουσι το ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός» (Ματθ. α’ 23. Ἰδέ καί Ἠσ. ζ’ 14).
«Παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱός καί ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχή ἐγενήθη ἐπί τοῦ ὤμου αὐτοῦ, καί καλεῖται το ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελος (=ἐξάγγελος), θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατήρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» (Ἠσ. θ’ 6).
Συμφώνως προς τα δύο ταύτα χωρία το όνομα του υιού της Παρθένου είνε «Θεός ισχυρός» και «Εμμανουήλ», τουτέστι «μεθ’ ημών ο Θεός». Το όνομα εδώ δεικνύει την φύσιν του υιού. Ο υιός είνε Θεός πλήρης ισχύος, είνε ο Θεός, ο οποίος ήλθε και είνε μεθ’ ημών, είνε ολόκληρος η Θεότης, η οποία εσκήνωσε μεθ’ ημών δια της θείας ενανθρωπήσεως (Ιδέ και Κολ. α’ 19 και β’ 9).
Και εντεύθεν λοιπόν γίνεται φανερόν, ότι η Παρθένος εγέννησε Θεόν ενανθρωπήσαντα και άρα ορθώς καλείται Θεοτόκος.
Αειπάρθενος
Κατά της αειπαρθενίας της Θεοτόκου οι Χιλιασταί χρησιμοποιούν τα εξής χωρία:
«Καί οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν ἕως οὖ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον» (Ματθ. α’ 25).
«Οὐχ οὖτος ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; Οὐχί ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαρία και οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ Ἰάκωβος καί Ἰωσῆς καί Σίμων καί Ἰούδας; Καί αἱ ἀδελφαί αὐτοῦ οὐχί πᾶσαι πρός ἡμᾶς εἰσι;» (Ματθ. ιγ’ 55-56. Ιδέ και Μάρκ. στ’ 3· Λουκ. η’ 19 κ.ά.).
Εκ της φράσεως «τον πρωτότοκον» οι Χιλιασταί συμπεραίνουν, ότι μετά τον Ιησούν η Μαρία εγέννησε και άλλα τέκνα. Αλλά «πρωτότοκος» λέγεται ο πρώτος γεννώμενος, ο διανοίγων μήτραν, ασχέτως αν ακολουθούν ή όχι άλλα τέκνα (Εξόδ. ιγ’ 2, 12-13· λδ’ 19 έξ.).
Όταν εγεννάτο ούτος, έλεγον ότι εγεννήθη ο πρωτότοκος, χωρίς να γνωρίζουν αν θα ηκολούθει άλλο τέκνον. Επειδή δε ο πρωτότοκος ήτο προνομιούχος, η λέξις πρωτότοκος σημαίνει και «εκλεκτός» (Εξόδ. δ’ 22· Ψαλμ. πη’ 28 [πθ’ 27]· Εβρ. ιβ’ 23).
Ο Χριστός άλλωστε λέγεται πρωτότοκος όχι μόνον ως υιός της Παρθένου, αλλά και ως Υιός του Θεού (Κολ. α’ 15· Έβρ. α’ 6).
Εκ του ότι δε ο Υιός του Θεού λέγεται πρωτότοκος, δυνάμεθα να συμπεράνωμεν, ότι ο Θεός Πατήρ έχει και δευτερότοκον Υιόν; Όχι βεβαίως. Διότι ο Χριστός είνε Υιός «μονογενής» (Ιωάν. α’ 14, 18· γ’ 16, 18· Α’ Ιωάν. δ’ 9).
Το «πρωτότοκος» λοιπόν δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην, ότι ακολουθεί άλλο ή άλλα τέκνα.
Εκ της φράσεως επίσης «ἕως οὖ ετεκεν» οι Χιλιασταί συμπεραίνουν, ότι μετά την γέννησιν του Ιησού ο Ιωσήφ εγνώριζε σαρκικώς την Μαρίαν, είχε δηλαδή μετ’ αυτής σαρκικήν μίξιν.
Αλλ’ όπως το «πρωτότοκος» δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι ακολουθεί δεύτερον τέκνον, ούτω και το «εως ού ετεκε» δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι μετά την γέννησιν του Ιησού ο Ιωσήφ συνευρέθη μετά της Μαρίας.
Λέγων ο Ευαγγελιστής «και οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν ἕως οὖ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς» δεν ενδιαφέρεται να δείξη τι είνε η Μαρία, αλλά τι είνε ο Χριστός. Δεν θέλει να είπη, ότι η Μαρία ήτο παρθένος μέχρι της γεννήσεως του Ιησού και κατόπιν έπαυσε να είνε παρθένος, ως νομίζουν οι Χιλιασταί, αλλά θέλει να είπη, ότι ο Χριστός είνε καρπός τελείας αγνότητος, διότι ο Ιωσήφ δεν εγνώριζε σαρκικώς την Μαρίαν έως ότου εγέννησεν αυτόν.
Ο Ευαγγελιστής ενδιαφέρεται διά τον χρόνον μέχρι της γεννήσεως του Χριστού, το δε πέραν της γεννήσεως αφήνει απροσδιόριστον. Κατά τοιούτον τρόπον η Γραφή εκφράζεται πολλάκις. Ούτω π.χ. εν Β’ Βασ. (Β’ Σαμ.) στ’ 23 λέγεται: «Καί τῇ Μελχόλ θυγατρί Σαούλ οὐκ ἐγένετο παιδίον ἕως τῆς ἡμέρας τοῦ ἀποθανεῖν αὐτήν». Θα ήτο αστείον να συμπεράνωμεν εκ του «ἕως», ότι η Μελχόλ εγέννησε παιδίον μετά θάνατον!
Επίσης εν Ματθ. κη’ 20 ο Χριστός λέγει: «Καί ἰδού ἐγώ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος». Θα ήτο φοβερόν λάθος να συμπεράνωμεν εκ του «ἕως», ότι μετά την συντέλειαν του κόσμου ο Χριστός θα παύση να είνε μετά των εκλεκτών του.
Και εκ του λόγου του Ευαγγελιστού λοιπόν δεν δυνάμεθα να συμπεράνωμεν ότι μετά την γέννησιν του Ιησού ο Ιωσήφ εγνώριζε την Μαρίαν σαρκικώς.
Ούτε επίσης εκ των εδαφίων, όπου γίνεται λόγος περί «αδελφών» του Ιησού, δυνάμεθα να συμπεράνωμεν, ότι η Μαρία εγέννησε και άλλα τέκνα. Διότι, εκτός του ετεροθαλούς αδελφού, αδελφός ελέγετο και ο εξάδελφος και ο ανεψιός. Η Καινή Διαθήκη ομιλεί περί αδελφών του Ιησού, αλλ’ όχι περί τέκνων της Μαρίας.
Ως φαίνεται εκ των επομένων χωρίων, η Θεοτόκος εκτός του Ιησού δεν εγέννησεν άλλα τέκνα και είνε αειπάρθενος.
«Εἶπε δε Μαριάμ πρός τόν ἄγγελον πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω (=δεν γνωρίζω σαρκικώς);» (Λουκ. α’ 34).
Αφού η Παρθένος ήτο «μεμνηστευμένη ανδρί» (στίχ. 27), αν επρόκειτο να ζήση συζυγικώς μετά του ανδρός, δεν θα έπρεπε να έχη απορίαν και να ερωτήση πώς θα απέκτα υιόν. Θα απέκτα υιόν εκ του Ιωσήφ. Αλλά τώρα απορεί και ερωτά, διότι ο Θεός άλλως είχεν ορίσει, και αυτή, ως φαίνεται, εγνώριζεν ότι ο μνήστωρ δεν θα ήτο σύζυγος της, αλλά προστάτης. Η έννοια λοιπόν της ερωτήσεως της Παρθένου είνε η εξής: «Έχω μεν άνδρα, αλλ’ αφού δεν συνευρίσκομαι μετ’ αυτού, δεν πρόκειται να συνευρεθώ ποτε, πώς θα γεννήσω υίόν;».
«Ἀνέβη δε καί Ἰωσήφ… εἰς πόλιν Δαβίδ, ἥτις καλεῖται Βηθλεέμ,… ἀπογράφασθαι σύν Μαριάμ τῇ μεμνηστευμένη αὐτῷ γυναικί, οὔση ἐγκύῳ» (Λουκ. β’ 5).
Η περίοδος της μνηστείας έληγε κατά την ημέραν του γάμου, καθ’ ην ο ανήρ παρελάμβανε την γυναίκα εις την οικίαν του. Αλλ’ εν προκειμένω, καίτοι ο Ιωσήφ είχε παραλάβει την Μαρίαν εις τον οίκόν του (Ματθ. α’ 20, 24), εν τούτοις αύτη εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται ως «μεμνηστευμένη».
Και μετά, δηλαδή, την παραλαβήν και συγκατοίκησιν, ο Ιωσήφ είνε μνήστωρ και η Μαρία μνηστή, όχι γαμετή ήτοι σύζυγος.
«Ἐγερθείς παράλαβε τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ καί φεῦγε εἰς Αἴγυπτον» (Ματθ. β’ 13. Ίδέ και στίχ. 11, 14, 20, 21· Λουκ. β’ 33, 34, 48, 51).
Δεν λέγει «το παιδίον σου και την γυναίκα σου», αλλά «το παιδίον και την μητέρα αυτού». Προ της γεννήσεως του Χριστού το Ευαγγέλιον αναφέρει τον Ιωσήφ ως «άνδρα» της Μαρίας (Ματθ. α’ 16, 19), την δε Μαρίαν ως «γυναίκα» του Ιωσήφ (Ματθ. ά 20, 24· Λουκ. β’ 5), αν και δεν υπήρχε συζυγική σχέσις μεταξύ των. Μετά δε την γέννησιν ουδέποτε αναφέρονται ούτως, αλλ’ η Μαρία αναφέρεται πάντοτε ως «μήτηρ» του Ιησού.
Και γεννάται το ερώτημα: Αφού δεν υπήρχε σαρκική συνάφεια καθ’ ον χρόνον ο Ιωσήφ αναφέρεται ως «ανήρ» της Μαρίας και η Μαρία ως «γυνή» του Ιωσήφ, πώς θα υπήρχε συνάφεια κατόπιν, ότε ουδέποτε αναφέρονται ούτως, αλλ’ η Μαρία αναφέρεται πάντοτε ως «μήτηρ» του Ιησού;
«Τελευτήσαντος δέ τοῦ Ἡρώδου ἰδού ἄγγελος Κυρίου κατ’ ὄναρ φαίνεται τῷ Ἰωσήφ ἐν Αἰγύπτω λέγων· ἐγερθείς παράλαβε τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ καί πορεύου εἰς γῆν Ἰσραήλ- τεθνήκασι γάρ οἱ ζητοῦντες τήν ψυχήν τοῦ παιδίου. Ὁ δέ ἐγερθείς παρέλαβε τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ καί ἦλθεν εἰς γῆν Ἰσραήλ» (Ματθ. β’ 19-21).
Τρεις μετέβησαν εις Αίγυπτον, ο Ιωσήφ μετά του παιδίου και της μητρός αυτού, τρεις και επέστρεψαν εκ της Αιγύπτου. Τέταρτος, άλλο δηλαδή τέκνον της Μαρίας, δεν φαίνεται.
«Ἰησοῦς οὖν ἰδών τήν μητέρα καί τόν μαθητήν παρεστῶτα ὅν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρί αὐτοῦ· γύναι,ἴδε ὁ υἱός σου. Εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· ἰδού ἡ μήτηρ σου. καί ἀπ’ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητής αὐτήν εἰς τά ἴδια» (Ιωάν. ιθ’ 26-27).
Αν η Θεοτόκος είχε και άλλα τέκνα, διατί ο Ιησούς θα ανέθετε την προστασίαν της εις τον μαθητην; (Ο Ιωσήφ, ως φαίνεται, είχεν αποθάνει). Ο λόγος του Ιησού προς την μητέρα «ἴδε ὁ υἱός σου» έχει την εξής ἔννοιαν: «Ἐνα υιόν είχες και η κακία των ανθρώπων τον εσταύρωσε. Τώρα υιός σου θα είνε ο Ιωάννης. Αυτός θα φροντίζη δια σε».
«Ἰούδας, Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλος, ἀδελφός δέ Ἰακώβου» (Ἰούδ. 1).
Ο Ιούδας, ενώ υπό άλλων εμφανίζεται ως αδελφός του Ιησού (Ματθ. ιγ’ 55· Μάρκ. στ’ 3), ενταύθα αυτοσυνιστάται, όχι ως αδελφός του Ιησού, αλλ’ ως αδελφός του Ιακώβου, του δε Ιησού ως δούλος (Πρβλ. Ιάκ. α’ 1).
Οι λεγόμενοι «αδελφοί» του Ιησού φαίνεται ότι ήσαν μέλη της οικογενείας του Ιωσήφ και διέμενον εν τη οικία αυτού εν Ναζαρέτ (Ματθ. ιγ’ 55-57). Αλλά δεν ήσαν τέκνα της Μαρίας και πραγματικοί αδελφοί του Ιησού.
Ήσαν τέκνα του Ιωσήφ εκ προτέρας γυναικός αυτού. Επειδή δε ο Ιωσήφ κατά νόμον ήτο «ανήρ» της Μαρίας και «γονεύς» ή «πατήρ» του Ιησού (Λουκ. β’ 27, 41, 48), δια τούτο κατά νόμον τα τέκνα του Ιωσήφ ήσαν ετεροθαλείς αδελφοί του Ιησού. Εντεύθεν ονομάζονται αδελφοί αυτού όχι μόνον υπό των αγνοούντων το μυστήριον της Παρθένου, αλλά και υπ’ αυτών των θεοπνεύστων συγγραφέων (Ματθ. ιβ’ 46· Ίωάν. β’ 12· ζ’ 3, 5, 10· Πράξ. α’ 14· Α’ Κορ. θ’ 5· Γαλ. α’ 19).
«Ἐστάθην υἱός τοῦ πατρός μου, ἀγαπητός καί μονογενής ἐνώπιον τῆς μητρός μου» (Παροιμ. δ’ 3 κατά το Εβραϊκόν).
Εν τω χωρίω τούτω δεν ομιλεί ο Σολομών, ο συγγραφεύς του βιβλίου των Παροιμιών. Ο Σολομών δεν ήτο «μονογενής» εις την μητέρα του. Η Βηρσαβεέ είχε και άλλα τέκνα (Α’ Παρ. [Χρον.] γ’ 5). Εν τω χωρίω ομιλεί ο Χριστός, η ενυπόστατος Σοφία του Θεού, όπως ομιλεί και εις άλλα μέρη του βιβλίου των Παροιμιών (ιδέ π.χ. το κεφ. η’). Αφού δε ο Χριστός λέγει, ότι ήτο μονογενής εις την μητέρα του, το χωρίον αποδεικνύει, ότι η Μαρία δεν εγέννησεν άλλα τέκνα.
«Καί ἐπέστρεψέ με κατά τήν ὁδόν τῆς πύλης τῶν ἁγίων τῆς ἐξωτέρας τῆς βλεπούσης κατά ἀνατολάς, καί αὕτη ἦν κεκλεισμένη. Καί εἶπε Κύριος πρός με· ἡ πύλη αὕτη κεκλεισμένη ἔσται, οὐκ ἀνοιχθήσεται, καί οὐδείς μή διέλθῃ δι’ αῦτῆς ὅτι Κύριος ὁ Θεός Ἰσραήλ εἰσελεύσεται δι’ αὐτῆς, καί ἔσται κεκλεισμένη» (Ἰεζ. μδ’ 1-2).
Περιγράφων διά μακρών ο προφήτης ένα ιδανικόν ναόν, εν τω χωρίω τούτω αναφέρεται εις μίαν πύλην του ναού βλέπουσαν κατά ανατολάς. Η πύλη αύτη ήτο κεκλεισμένη. Και ο Κύριος είπεν η πύλη αύτη θα παραμείνη κεκλεισμένη, δεν θα ανοιχθή, και δεν θα διέλθη δι’ αυτής κανείς, διότι ο Κύριος ο Θεός του Ισραήλ θα εισέλθη δι’ αυτής και θα είνε κεκλεισμένη. Ποιος ο ιδανικός ναός; Και ποία η κεκλεισμένη πύλη, εκ της οποίας ουδείς διέρχεται, ειμή μόνον ο Κύριος ο Θεός του Ισραήλ;
Την ερμηνείαν δίδει η Εκκλησία, «ὁ στῦλος καί τό ἐδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α’ Τιμ. γ’ 15). Ο ιδανικός ναός είνε η Εκκλησία, και η κεκλεισμένη πύλη είνε η Παρθένος Μαρία. Ο Κύριος ο Θεός του Ισραήλ συνελήφθη εις την μήτραν της Παρθένου και εγεννήθη υπερφυώς, χωρίς να βλάψη την παρθενίαν της. Όπως ο Κύριος Ιησούς εισήρχετο εις την οικίαν των Ιεροσολύμων «των θυρών κεκλεισμένων» και εξήρχετο, ούτως εισήλθεν εις την Παρθένον και εξήλθεν. Και ύστερον ουδείς εισήλθε προς αυτήν. Η Θεοτόκος είνε παρθένος προ του τόκου, παρθένος εν τω τόκω, και παρθένος μετά τον τόκον, αειπάρθενος.
Τέλος η γνώμη περί γαμηλίου συμβιώσεως της Παρθένου μετά του Ιωσήφ δεν συμβιβάζεται προς την υψηλήν περιωπήν της «κεχαριτωμένης», «ευλογημένης εν γυναιξί» και «μητρός του Κυρίου», Θεομήτορος. Πώς η Παρθένος, αφού εγέννησε τον ίδιον τον Θεόν, θα κατεδέχετο ύστερον σαρκικήν συνάφειαν; Εάν συνέβαινε τούτο, αύτη δεν θα ήτο η ανωτέρα μεταξύ των γυναικών, αλλά θα ήτο κατωτέρα πολλών αγίων γυναικών, αι οποίαι εφύλαξαν ισοβίως παρθενίαν. Και μόνον εκ της ιδέας, την οποίαν έχουν δια την μητέρα του Κυρίου, οι Χιλιασταί αποδεικνύουν την κατωτερότητα της σκέψεως και των αισθημάτων των. Η πνευματικότης των διαφέρει της ορθοδόξου πνευματικότητος τεραστίως, και είνε μάλλον σαρκικότης παρά πνευματικότης.
Παναγία
Δια να εκφράζουν τα τρυφερά αισθήματα και τον ιδιαίτερον σεβασμόν των προς την μητέρα του Χριστού οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί ονομάζουν αυτήν Παναγίαν. Είνε το γλυκύτερον όνομα εις τα χείλη των πιστών μετά το όνομα του Χριστού.
Οι Χιλιασταί καταφέρονται κατά του ονόματος τούτου, όπως και κατ’ άλλων ονομάτων, λέγοντες: «ὁ Θεός εἶνε ἅγιος· καί ἡ Μαρία εἶνε Παναγία;».
Παρεξηγούν και εν τω σημείω τούτω οι Χιλιασταί τους ευσεβείς. Διότι την Παρθένον οι ευσεβείς ονομάζουν Παναγίαν όχι εν συγκρίσει προς τον Θεόν, αλλ’ εν συγκρίσει προς τούς ανθρώπους.
Κατά παρόμοιον τρόπον εκφράζεται και η Γραφή. Ούτω π.χ. ο προφήτης Δανιήλ χρησιμοποιεί δια τον Ναβουχοδονόσορα τον τίτλον «βασιλεύς βασιλέων» (Δαν. β’ 37), τουτέστιν υπέρτατος βασιλεύς. Επίσης ο ευαγγελιστής Λουκάς προσφωνεί τον άρχοντα Θεόφιλον ως «κράτιστον» (Λουκ. α’ 3), όπερ είνε υπερθετικός βαθμός του επιθέτου «αγαθός» (αγαθός, κρείττων, κράτιστος).
Και όπως οι Χιλιασταί δια το «Παναγία», ούτω και ημείς δια το «κράτιστος» θα ηδυνάμεθα να είπωμεν: «Ο Θεός αγαθός, και ο Θεόφιλος κράτιστος;»! Αλλ’ η σύγκρισις, ως ήδη είπομεν, δεν είνε προς Θεόν, αλλά προς ανθρώπους.
Πράγματι δε η Θεοτόκος είνε η ανωτέρα των αγίων, αγία αγίων (κατά το «βασιλεύς βασιλέων»), υπεραγία ή παναγία. Τούτο δεικνύουν οι Γραφικοί χαρακτηρισμοί «κεχαριτωμένη» (Λουκ. α’ 28), πλήρης δηλαδή χαρίτων, και «ευλογημένη εν γυναιξί» (Λουκ. α’ 28, 42), ευλογημένη δηλαδή υπέρ πάσας τας γυναίκας, αφού εξ όλων των γυναικών αυτή ηξιώθη να γεννήσει τον ίδιον τον Κύριον και να μείνει παρθένος και αειπάρθενος.
Αειμακάριστος
Η Εκκλησία τιμά τους αγίους, εξαιρέτως δε την υπεραγίαν Θεοτόκον. Δεν προσφέρει εις αυτήν λατρείαν, διότι η λατρεία ανήκει μόνον εις τον Θεόν. Προσφέρει εις αυτήν σχετικήν τιμήν. Τιμά αυτήν ως αγιωτέραν των αγίων και μητέρα του Θεού. Εν τούτοις οι Χιλιασταί κατακρίνουν την τιμήν προς την Παρθένον Μαρίαν. Αλλ’ η τιμή της Θεοτόκου στηρίζεται εις χωρία της Γραφής, τα οποία αναφέρονται ειδικώς εις το πρόσωπον της.
«Καί εἰσελθών ὁ ἄγγελος πρός αὐτήν εἶπε· χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετά σοῦ· εὐλογημένη συ ἐν γυναιξί» (Λουκ. α’ 28).
Δια των λόγων τούτων αυτός ο ουρανός έπλεξε το εγκώμιον της Θεοτόκου. Η δε Εκκλησία τι άλλο πράττει, ειμή να μιμήται τον αρχάγγελον και ν’ αναπτύσση το εγκώμιον αυτού προς την Παρθένον;
«Καί ἐπλήσθη Πνεύματος Ἁγίου ἡ Ἐλισάβετ καί ἀνεφώνησε φωνῇ μεγάλῃ καί εἶπεν· εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου. Καί πόθεν μοι τοῦτο ἵνα ἔλθῃ ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με; Ἰδού γάρ ὡς ἐγένετο ἡ φωνή τοῦ ἀσπασμοῦ σου εἰς τά ὦτά μου, ἐσκίρτησε τό βρέφος ἐν ἀγαλλιάσει ἐν τῇ κοιλία μου. Και μακαρία η πιστεύσασα ὅτι ἔσται τελείωσις τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρά Κυρίου» (Λουκ. α’ 41-45).
Διά των λόγων τούτων η γηραιά Ελισάβετ εξυμνεί μεγαλοφώνως έν Πνεύματι Αγίω την νεαράν κόρην, εκφράζουσα κατάπληξιν και θαυμασμόν δι’ αυτήν. Η δέ Εκκλησία τι άλλο πράττει, ει μή να μιμήται το παράδειγμα της Ελισάβετ;
«Ἰδού γάρ ἀπό τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί» (Λουκ. α’ 48).
Δεν ήτο εις τον χαρακτήρα της ταπεινής κόρης της Ναζαρέτ να περιαυτολογή. Εν τούτοις εδώ λέγει ένα πολύ μεγάλον λόγον διά τον εαυτόν της, ότι όλαι αι γενεαί θα την μακαρίζουν. Τον λόγον η σεμνή Παρθένος δεν είπεν αφ’ εαυτής· το Πνεύμα το Άγιον ενέπνευσεν αυτήν και εκίνησε την γλώσσαν αυτής διά να ειπή τον μεγάλον τούτον λόγον. Ο λόγος είνε προφητεία.
Η Παρθένος προεφήτευσεν, ότι όλαι αι γενεαί των ευσεβών ανθρώπων, όλοι οι αιώνες, θα τιμούν το πρόσωπόν της, διότι ο Θεός εποίησε μεγαλεία εις αυτήν και ανύψωσεν αυτήν εκ της ταπεινώσεως και αφανείας της. Η τιμή, την οποίαν αποδίδουν αι γενεαί των Ορθοδόξων διά μέσου των αιώνων εις την Θεοτόκον, αποτελεί εκπλήρωσιν της προφητείας της Παρθένου. Οι δε Χιλιασταί, και μόνον διότι δεν αποδίδουν εξαιρετικήν τιμήν εις την μητέρα του Κυρίου, αποδεικνύονται εκτός αληθείας και ευσέβειας ευρισκόμενοι.
«Ἐγένετο δέ ἐν τῷ λέγειν αὐτόν ταῦτα ἐπάρασά τις γυνή φωνήν ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπεν αὐτῷ· μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καί μαστοί οὕς ἐθήλασας» (Λουκ. ια’ 27).
Ενω ο Χριστός εδίδασκε, μία γυναικεία φωνή υψώθη εκ του όχλου και εμακάρισε την μητέρα, η οποία εβάστασεν εις την κοιλίαν της και εθήλασε τον Χριστόν. Ο μακαρισμός αυτός είνε μία εκπλήρωσις της εν Λουκ. α’ 48 προφητείας της Παρθένου.
Ο δε ισχυρισμός των Χιλιαστών, ότι ο Χριστός κατέκρινε τον μακαρισμόν της μητρός του, διότι εν συνεχεία είπε, «μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί φυλάσσοντες αὐτόν» (Λουκ. ια’ 28), είνε άτοπος, όπως θα ήτο άτοπον, αν επί τη βάσει του εν Λουκ. η’ 21 λόγου του Χριστού ισχυρίζετο κανείς, ότι ο Χριστός ηρνήθη την μητέρα του.
Ιδέ και τον Ψαλμόν μδ’ (με’), όπου εκτός του βασιλέως – Χριστού εγκωμιάζεται και «η βασίλισσα» και «θυγάτηρ του βασιλέως», η οποία είνε η Παναγία ή η Εκκλησία, της οποίας όμως το εκλεκτότερον μέλος είνε η Παναγία. Ιδέ ομοίως το Άσμα Ασμάτων και το Αποκ. ιβ’ 1.
Τα σχόλια είναι κλειστά.