Ψηλά στην Κωστελάτα, τα κρύα τα νερά», εκεί στις νοτιοδυτικές πλευρές των υπερήφανων Τζουμέρκων, στους πρόποδες των κορυφών Καταφίδι και Πάνω Κωστελάτας, σε υψόμετρο 900 μέτρα περίπου, είναι σκαρφαλωμένα τα Τζουμερκοχώρια και τα Κατσανοχώρια.
Εκεί στο χωριό Μονολίθι Ιωαννίνων, ζούσε γύρω στα 1960 μια οικογένεια ευλογημένη, η κυρά Σταυρούλα Μάνθου με τον άντρα και τα δυό παιδιά τους. Ολημερίς στα χωράφια με τα φουντωμένα καλαμπόκια και τα καταπράσινα τριφύλλια, πότιζε, σκάλιζε, φρόντιζε τα ζωντανά τους.
Μα οι Κυριακές και οι μεγάλες σχόλες ήταν γι’ αυτήν μέρες ξέχωρες, ευλογημένες. Ετοίμαζε το καλοζυμωμένο της πρόσφορο, έγραφε τα ονόματα για ζωντανούς και πεθαμένους δικούς της, το τύλιγε ευλαβικά στην άσπρη υφαντή πετσέτα με το κοφτό ανεβατό και τις δαντέλες, έκανε το σταυρό της και χαράματα ξεκίναγε για την εκκλησία.
Έπαιρνε το μονοπάτι με την απότομη κατηφοριά, μίας ώρας δρόμο από του Αι Γιώργη το συνοικισμό, για την εκκλησία της Αγίας Τριάδας. Άνοιξη και χειμώνα, με τις νεροποντές και τους αγέρηδες, δυσκόλευαν πολύ τα πράγματα στη λασπωμένη κατηφόρα. Καί στο γυρισμό λαχάνιαζε στον κοφτό ανήφορο. Μα η κυρά Σταυρούλα τ’ αψηφούσε όλα.
Γοργοχτυπούσε από λαχτάρα η καρδιά της. Να λειτουργηθεί, να πάρει μέσα της τον αφέντη Χριστό με την αγία Κοινωνία! Κι ήταν και άλλες μέρες γιορτινές, που η ίδια με λειτουργίες, «άνοιγε» κοντινά τους εξωκκλήσια.
Εκείνα τα χρόνια στο χωριό της Άρτας Κάτω Γρεκικό ζούσε ο ξακουστός μάγος Γεώργιος Τριαντάφυλλος, γνωστός για το διαβολικό του έργο όχι μόνο στα γειτονικά Τζουμερκοχώρια, αλλά και στην κοντινή Μακεδονία, ακόμη και στην Ιταλία. Είχε προμηθευτεί τα σχετικά βιβλία με τις προσευχές και επικλήσεις των δαιμόνων και ήταν ο φόβος και ο τρόμος σε όλη την περιοχή.
Στο σπίτι της Κυρά Σταυρούλας όλα κυλούσαν ήσυχα. Βασίλευε γλυκιά ειρήνη και αγάπη ζηλευτή. Κάποτε όμως οι συγγενείς του ανδρός της πήραν μία απόφαση για ένα θέμα γενικότερο στο σόι τους. Μα η κυρά Σταυρούλα δεν συμφωνούσε και με τον τρόπο της τον καλό έλεγε. Δεν ήταν συμφέρον για το σπίτι της. Εκείνοι επέμεναν, το ίδιο και η κυρά Σταυρούλα. Κι εκείνοι για να πετύχουν τον παράνομο σκοπό τους, ξεκίνησαν μία και δυό για τον Τριαντάφυλλο.
-Θα την κανονίσουμε μείς. Ακούς εκεί, έλεγαν πεισματωμένοι.
Τούς άκουσε ο μάγος με προσοχή.
-Μην ανησυχείτε καθόλου. Θα γίνει όπως το θέλετε και με το παραπάνω. Θα την δέσω εγώ όπως ξέρω και δεν θα τολμήσει να ξανασηκώσει ποτέ πιά κεφάλι. Ξέρω εγώ…
Αφού τον πλήρωσαν γερά, έφυγαν περιχαρείς για το χωριό. Καί περίμεναν… Πέρασαν μέρες, πέρασαν μήνες, μα τίποτα. Όλα στο σπίτι της πήγαιναν καλά, κι από το καλό στο καλύτερο. Ήσυχα κι αγαπημένα. Κι όλοι γεροί και δυνατοί και πιότερο η κυρά Σταυρούλα.
Δεν είχαν άλλη υπομονή.
-Τον απατεώνα. Μας γέλασε. Πήρε τόσα λεφτά και τίποτα…
Καί ανήσυχοι και θυμωμένοι έτρεξαν στο μάγο. Απαιτητικοί και αυστηροί.
-Μπάρμπα Γιώργη, τι γίνεται; Καλά τα πήρες τα λεφτά, μα αποτέλεσμα κανένα. Μη μας γέλασε η αφεντιά σου; Ο Τριαντάφυλλος τους δέχτηκε σοβαρός και προβληματισμένος. Ήτανε σίγουρος για την τέχνη του. Μα τώρα;
-Ακούστε τους λέγει. Ούτε σας γέλασα, ούτε άδικα τα πήρα τα λεφτά. Τόσα και τόσα χρόνια ξέρω να κάνω τη δουλειά μου και την κάνω. Μα με δαύτη τη γυναίκα δεν μπορώ. Στέλνω, ξαναστέλνω το δαίμονα εναντίον της, μα τίποτα. Γυρίζει οπίσω άπρακτος. Ούτε να της κάνει κακό μπορεί, μα ούτε ακόμη και να την πλησιάσει. Καί τούτο φταίει: Δεν χάνει λειτουργία την Κυριακή. Καί κοινωνεί.
Κι έφυγαν εκείνοι με ντροπή και σκεπτικοί…
(Περιοδικό: «Η Δράσις μας». Τεύχος 480)
Agioritikovima
Τα σχόλια είναι κλειστά.