ΑΟΖ και Ελλάδα: Μύθοι και Πραγματικότητα
Του Γεωργίου Κ. Φίλη Ph.D.*
Η πρόσφατη τριμερής διάσκεψη μεταξύ Ελλάδας – Κύπρου – Αιγύπτου αποτέλεσε για ακόμα μία φορά την αφορμή για την αναζωπύρωση στη χώρα μας της περίφημης «ΑΟΖολογίας», όπως αυτή έχει (μετ)εξελιχθεί τα τελευταία πέντε περίπου έτη και η οποία έχει αποτελέσει το απόλυτο εργαλείο πολιτικής «σπέκουλας» στα χέρια των εκάστοτε κυβερνήσεων και αντιπολιτεύσεων.
Ο «αστικός μύθος» που έχει δημιουργηθεί στη χώρα μας αναφορικά με το θέμα έχει να κάνει με την απόλυτη σύνδεση της έννοιας της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) με την έρευνα και την εξόρυξη υδρογονανθράκων. Επιπροσθέτως, στην ΑΟΖ έχουν αποδοθεί «μυστικιστικές» ιδιότητες περί της άμεσης συμβολής της στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, στο ξεπέρασμα της κρίσης ακόμα στην αποκατάσταση της ρευστότητας των ασφαλιστικών ταμείων.
Με άλλα λόγια, στην Ελλάδα η ΑΟΖ δεν συνδέεται με τίποτα άλλο πέραν του οξύτατου οικονομικού θέματος που αντιμετωπίζουμε, ενώ δίδεται η εντύπωση πως η χώρα μας μετά την ανακήρυξη της ΑΟΖ θα μετατραπεί με κάποιον θαυμαστό τρόπο σε ένα ενεργειακό «Ελ Ντοράντο» το οποίο θα της δώσει την ευκαιρία να ξεφύγει από τις διαχρονικές της παθογένειες και την οικονομική της καχεξία.
Η παρούσα σύντομη ανάλυση προσπαθεί να δώσει μία άλλη οπτική αναφορικά με τη σημασία της ΑΟΖ, η οποία, κατά την άποψη του γράφοντος, είναι πολύ πιο σημαντική από την κατά τα άλλα κοινωνικά θελκτική και πολιτικά χειριστική σύνδεση του θέματος αυτού με την οικονομία και την ανάπτυξη.
Έτσι, το πρώτο θέμα προς διευκρίνιση έχει να κάνει με την πραγματική φύση της σύνδεσης της ΑΟΖ με την έρευνα και την εξόρυξη των υδρογονανθράκων. Το δεύτερο σημείο προς έρευνα συνδέεται με την έννοια της οικονομικής ανάπτυξης και της συμβολής της ΑΟΖ στην ανασυγκρότηση της οικονομικής και κοινωνικής βάσης και ιστού της χώρας. Τα τρίτο θέμα προς συζήτηση έχει να κάνει με την παράμετρο της ΑΟΖ, την οποία οι διάφοροι επαΐοντες δεν έχουν αντιληφθεί ή υποβαθμίζουν σκοπίμως.
Άλλο ΑΟΖ, άλλο υδρογονάνθρακες
Αναφορικά με το πρώτο ζήτημα θα πρέπει να επισημανθούν τα εξής. Οι περισσότεροι έως σήμερα «αναλυτές» (με ή χωρίς εισαγωγικά) συνδέουν άμεσα με νομικούς σχεδόν όρους την ανακήρυξη ΑΟΖ με τη δυνατότητα ενός κράτους να προχωρήσει σε έρευνα για την εξόρυξη υδρογονανθράκων. Η προσέγγιση αυτή δεν είναι ακριβής για τον πολύ απλό λόγο πως έρευνα και εξόρυξη υδρογονανθράκων λαμβάνει χώρα στις θαλάσσιες περιοχές του πλανήτη πολύ πριν τη δημιουργία και εμπέδωση της έννοιας της ΑΟΖ. Πολύ απλά, οι υποθαλάσσιες ενεργειακές πηγές συνδέονται με την έννοια της υφαλοκρηπίδας και όχι με την ΑΟΖ. Με άλλα λόγια, η χώρα μας έχει το δικαίωμα να προχωρήσει σε έρευνες για υδρογονάνθρακες χωρίς να ανακηρύξει ΑΟΖ.
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι φυσικά το γιατί η σύνδεση της ΑΟΖ με την έρευνα υδρογονανθράκων έχει γίνει ένα και το αυτό. Η απάντηση είναι πως με την ανακήρυξη της ΑΟΖ δημιουργείται ένα διεθνές νομικό πλαίσιο πολιτικής και επενδυτικής σταθερότητας το οποίο κάνει ξεκάθαρο στον δυνητικό επενδυτή– δηλαδή την εταιρεία η οποία θα προχωρήσει σε μία επένδυση εκατοντάδων εκατομμυρίων σε μία συγκεκριμένη θαλάσσια περιοχή– πως δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει προβλήματα από κάποια γειτονική χώρα η οποία θα προβάλει αντιρρήσεις για τη νομιμότητα της επένδυσης επί τη βάση διεκδικήσεως των συγκεκριμένων θαλάσσιων περιοχών. Με άλλα λόγια, η ΑΟΖ δεν αποτελεί την ικανή –η οποία για την περίπτωση είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας– αλλά την αναγκαία συνθήκη με την οποία μπορεί ένα κράτος να προχωρήσει χωρίς κάποια εξωτερική παρέμβαση στο πρόγραμμα εκμετάλλευσης των δυνητικών ενεργειακών του πηγών.
Η ΑΟΖ δεν λύνει αυτόματα τα οικονομικά μας προβλήματα
Προχωρώντας στο δεύτερο ζήτημα το οποίο έχει να κάνει με τη σύνδεση της ΑΟΖ με την οικονομική ανάπτυξη της χώρας θα πρέπει να διευκρινιστεί πως η ύπαρξη ΑΟΖ αποτελεί μία αναγκαία συνθήκη, οι ικανές όμως συνθήκες έχουν να κάνουν με άλλα θέματα. Για παράδειγμα, με το νομοθετικό επενδυτικό πλαίσιο το οποίο θα λειτουργήσει ως όχημα προσέλκυσης επενδύσεων. Το είδος της συμφωνίας η οποία πρόκειται να επιτευχθεί μεταξύ του κράτους και της/των εταιρειας/ών. Τον τρόπο διαχείρισης των κερδών από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα (π.χ. εάν και πώς θα επαν-επενδυθούν τα χρήματα ώστε να λειτουργήσουν ως πολλαπλασιαστές ισχύος της οικονομίας, εάν και πώς θα επιδιωχθεί η μεταφορά τεχνογνωσίας στο εσωτερικό της χώρας σε έναν τόσο κομβικής σημασίας τομέα, εάν και πώς θα σχεδιαστεί η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας –άμεσες και έμμεσες, εάν και πώς θα κατανεμηθούν τα κονδύλια –σε αναδιανεμητικούς σκοπούς ή σε αναπτυξιακούς τομείς).
Με άλλα λόγια, η ύπαρξη της ΑΟΖ δεν μας λύνει αυτομάτως τα τεράστια προβλήματα αναφορικά με τη λειτουργία του κράτους και των σχέσεών του με τον ιδιωτικό τομέα αλλά και τους πολίτες. Διεθνώς έχουμε αρκετά παραδείγματα χωρών για τις οποίες ο ορυκτός πλούτος έχει λειτουργήσει ως «κατάρα» δημιουργώντας τους τόσο εξωτερικά προβλήματα όσο και εσωτερικά ζητήματα έλλειψης δημοκρατίας αλλά και ακραίας φτώχειας (π.χ. Νιγηρία, Βενεζουέλα), ενώ υπάρχουν παραδείγματα χωρών των οποίων η μοίρα άλλαξε προς το καλύτερο (π.χ. Νορβηγία). Η Νορβηγία δηλαδή δεν «σώθηκε» από την ΑΟΖ, αλλά από τον τρόπο με τον οποίο η χώρα διαχειρίστηκε αυτό το Θείο δώρο που ανακαλύφθηκε στη Βόρεια Θάλασσα και φυσικά προϋπήρξε της ΑΟΖ.
Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω σύντομες επισημάνσεις, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος κατά πόσον τελικά η ΑΟΖ είναι ένα ήσσονος σημασίας ζήτημα το οποίο διογκώθηκε στο συλλογικό υποσυνείδητο του έθνους και αποτέλεσε αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης.
Η ΑΟΖ ύψιστης σημασίας γεωπολιτικό εργαλείο
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό συνδέεται με την τρίτη υπό εξέταση παράμετρο της συζήτησης. Πράγματι, η ανακήρυξη της ΑΟΖ δεν είναι ένα μικρής σημασίας ζήτημα και άπτεται των ζωτικών συμφερόντων του έθνος μας, ο λόγος όμως για τον οποίο συνηγορούμε προς τη συγκεκριμένη άποψη είναι άλλος από εκείνον που προβάλλεται συνήθως στην κοινή γνώμη της χώρας μας.
Ο λόγος της σημασίας της ΑΟΖ δεν έχει να κάνει τόσο με την έννοια της ενεργειακής εκμετάλλευσης, όσο με μία άλλη παράμετρο η οποία προϋπάρχει κάθε άλλης στρατηγικής αναφορικά με τον υποθαλάσσιο πλούτο του πλανήτη μας. Η ΑΟΖ είναι ένα υψίστης σημασίας γεωπολιτικό εργαλείο στα χέρια κάθε κρατικού δρώντος, επειδή δίνει τη δυνατότητα σε κάθε παράκτια χώρα να ελέγξει –γενικά και ειδικά– έναν τεράστιο θαλάσσιο χώρο.
Όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό, η αρχετυπική επιδίωξη του ανθρώπινου είδους, αλλά και κάθε άλλου ζώντος οργανισμού στον πλανήτη, είναι ο έλεγχος του χώρου στον οποίο διαβιεί. Από τη στιγμή που ο πρώτος πρόγονός μας σκέφτηκε να οριοθετήσει την περιοχή του και να δηλώσει προς τους γείτονές του πως «αυτή η περιοχή είναι δικιά μου» έως τη δημιουργία της έννοιας της ΑΟΖ έχουν περάσει χιλιάδες χρόνια, η ουσία όμως των πραγμάτων παραμένει η ίδια: Με την κύρωση από την πλευρά του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών μέσω της UNCLOS (United Nations Convention on the Law of the Sea – Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θαλάσσης) στα παράκτια έθνη του δικαιώματος εξασκήσεως κυριαρχικών δικαιωμάτων στην ΑΟΖ τους –εάν και εφόσον την ανακηρύξουν– συνεπάγεται πως στη θαλάσσια περιοχή ελέγχου κάθε κράτους δύναται να υπάρξουν συγκεκριμένοι κανόνες λειτουργίας –συμβατοί με την ανωτέρω συνθήκη– οι οποίοι θα τίθενται από το παράκτιο κράτος και θα πρέπει να ακολουθούνται από τους υπολοίπους.
Προσοχή, στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνει διαχωρισμός της έννοιας των «κυριαρχικών δικαιωμάτων» (sovereign rights) όπως αυτά ορίζονται στην UNCLOS και της έννοιας της «εθνικής κυριαρχίας» (national sovereignty). Στην περιοχή της ΑΟΖ το παράκτιο κράτος δεν εξασκεί εθνική κυριαρχία όπως αυτή εμπεδώνεται στα εθνικά χωρικά ύδατα, αλλά ο διεθνής νομοθέτης προβλέπει πως το παράκτιο κράτος μπορεί να θέσει κάποιους κανόνες συμπεριφοράς ακόμα και σε στρατιωτικές αεροναυτικές μονάδες ξένων κρατών.
Με άλλα λόγια, ακόμα και εάν αυτήν τη στιγμή υπάρχει μία ολόκληρη συζήτηση και βιβλιογραφία αναφορικά με την ερμηνεία των σχετικών άρθρων του UNCLOS, δηλαδή στο κατά πόσο χώρες που ανακηρύσσουν ΑΟΖ μπορούν να επιβάλλουν κανόνες σε σκάφη ξένων ναυτικών δυνάμεων που κινούνται σε διεθνή ύδατα, η ουσία είναι πως ακόμα και εάν το θέμα αυτό είναι αμφισβητήσιμο, έχει πλέον τεθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Επιπροσθέτως, υπάρχουν χώρες (π.χ. στην νοτιοανατολική Ασία) οι οποίες έχουν ανακηρύξει ΑΟΖ και έχουν επιβάλει δεσμευτικούς κανόνες για τη συμπεριφορά ναυτικών δυνάμεων άλλων χωρών στην περιοχή ευθύνη τους, και ως γνωστόν το εθιμικό δίκαιο που δημιουργείται στον συγκεκριμένο τομέα είναι ένα γεγονός τεράστιας σημασίας.
Τι σημαίνει η συγκεκριμένη παρατήρηση για την Ελλάδα και την Κύπρο; Η απάντηση ίσως να έχει καταστεί προφανής: H ανακήρυξη ΑΟΖ από την πλευρά της Ελλάδας θα δυσκολέψει και ίσως –υπό ορισμένες συνθήκες– θα εξουδετερώσει την αναθεωρητική και επεκτατική πολιτική της νεοθωμανικής Τουρκίας, η οποία στηρίζεται κατά βάση στην ανάπτυξη αεροναυτικών δυνατοτήτων με στόχο την κατίσχυση στον υδάτινο άξονα Μαύρη Θάλασσα – Στενά – Αιγαίο – Ανατολική Μεσόγειος.
Η Αθήνα με την ανακήρυξη ΑΟΖ και σε συνδυασμό με τη σφυρηλάτηση του άξονα Ελλάδα – Κύπρος – Ισραήλ – Αίγυπτος θα μπορούσε να θέσει συγκεκριμένους κανόνες συμπεριφοράς των ναυτικών δυνάμεων της Τουρκίας, κάτι το οποίο θα έκοβε στην κυριολεξία τα φτερά των αναθεωρητών της Άγκυρας, και θα τους έφερνε μπροστά σε ένα τεράστιο νομικό, εθιμικό αλλά και πρακτικό εμπόδιο το οποίο θα έπρεπε να υπερπηδήσουν και δίλημμα στο οποίο θα έπρεπε να απαντήσουν, ειδικά μία εποχή πολύ δύσκολη για τους ίδιους.
Συμπεράσματα
(ι) Η ανακήρυξη ΑΟΖ από την πλευρά της Ελλάδας δεν αποτελεί την ικανή συνθήκη για την ανάπτυξη της ενεργειακής της στρατηγικής. Αυτή μπορεί να επιτευχθεί με την κατάσταση ως έχει τουλάχιστον στο Ιόνιο και το Λιβυκό πέλαγος.
(ιι) Η ανακήρυξη ΑΟΖ από την πλευρά της Ελλάδας δεν αποτελεί την ικανή συνθήκη για την ανάπτυξη της οικονομίας της και της ενδυνάμωσης του κοινωνικού ιστού. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί με τις κατάλληλες πολιτικές και νομοθετικές πρωτοβουλίες στον τομέα της προσέλκυσης Ξένων Άμεσων Επενδύσεων και στη βέλτιστη και ισορροπημένη αξιοποίηση των δυνητικών κερδών από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα.
(ιιι) Η ανακήρυξη ΑΟΖ από την πλευρά της Ελλάδας αποτελεί όμως την ικανή συνθήκη για τον έλεγχο του χώρου ιστορικής ευθύνης του Ελληνισμού, κατά συνέπεια κάτι τέτοιο σημαίνει την άρνηση του συγκεκριμένου χώρου σε μία αναθεωρητική και άκρως επιθετική περιφερειακή δύναμη. Η αναγκαία συνθήκη πριν – μετά – και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας οριοθέτησης της Ελληνικής ΑΟΖ είναι η επίδειξη αποφασιστικότητας αλλά και η ισχυροποίηση του άξονα με την Αίγυπτο και το Ισραήλ.
Με άλλα λόγια, ακόμα και εάν δεν υπήρχε μία σταγόνα πετρέλαιο ή ένα κυβικό μέτρο φυσικό αέριο στην Ανατολική Μεσόγειο, ο Ελληνισμός έχει ιερή υποχρέωση προς τον εαυτό του, τα συμφέροντά του, τις μέλλουσες γενεές των Ελλήνων, αλλά και προς χάριν της διεθνούς ειρήνης και έννομης τάξης να ανακηρύξει, να εμπεδώσει και να εκμεταλλευτεί την ΑΟΖ του.
*Ο κ. Γεώργιος Φίλης είναι διδάκτωρ Γεωπολιτικής (Durham University, UK), Επισκέπτης καθηγητής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στο τμήμα Διεθνών Επιχειρήσεων του DEREE – The American College of Greece και μέλος του Institute of Diplomacy & Global Affairs (DEREE) καθώς και του Ινστιτούτου Αναλύσεων Ασφάλειας & Άμυνας (georgios.filis@hotmail.com)
liberal.gr
Τα σχόλια είναι κλειστά.