Οι τρεις ιεράρχες γεννήθηκαν, κατά τον πατρολόγο καθηγητή Παναγιώτη Χρήστου (εισαγωγή στη ζωή και δράση τους εις Ε.Π.Ε.), το 328 ο Γρηγόριος, το 330 ο Βασίλειος, και το 354 ο Χρυσόστομος. Κοιμηθήκαν δε το 391, το 378, και το 407 αντιστοίχως, κατά την ίδια σειρά. Συνεπώς πεθάνανε όλοι νέοι. Περίπου, 63 ετών ο Γρηγόριος, 49 ετών ο Βασίλειος, 54 ετών ο Χρυσόστομος. Και θα πρέπει να τονίσουμε σ’ αυτό το σημείο ότι ο παχουλός και γεμάτος χοληστερίνη γέροντας, που φορά κόκκινη γούνα, μεταφέρεται με έλκηθρο, και μας προσφέρει ή διαφημίζει διάφορα υλικά δώρα την περίοδο των Χριστουγέννων, δεν έχει καμμία σχέση με το δικό μας άγιο Βασίλειο. Αυτός είναι ο Santa Claus που έχει σχέση με τον άγιο Νικόλαο, αλλοιωμένος όμως κι αυτός με μύθους και θρύλους των λαών της βορείου Ευρώπης και φορτωμένος με πλείστα κιλά και λίπος για να είναι σύμφωνος με την αδηφαγία μας και τον καταναλωτισμό μας. Αυτός ο Santa Claus ταξίδευσε με τους μετανάστες στην Αμερική τον 17ο αιώνα και το 1930 η Coca Cola τον παρουσίασε με τη σημερινή του γνωστή μορφή και έτσι ολοκληρώθηκε η μετάλλαξη του σε ανατολή και δύση. Ο δικός μας άγιος Βασίλης -στην ορθόδοξη ελληνική παράδοση- είναι λεπτός, ασκητικός, φορά απλά ρούχα ασκητού, και μεταφέρει στο δισάκι του παπύρους και περγαμηνές, δηλαδή τα αγαθά της παιδείας. Όπως λένε τα κάλαντά μας «βαστάει πέννα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι», το καλαμάρι του πνεύματος που μ’ αυτό το χαρτί μιλoύσε. Ο χρόνος που έδρασαν οι τρεις ιεράρχες ως επίσκοποι κι αυτός ελάχιστος. Δύο χρόνια ο Γρηγόριος ο θεολόγος ποίμανε την Κωνσταντινούπολη, έξι χρόνια και μερικούς μήνες ο ιερός Χρυσόστομος, εννέα χρόνια περίπου ο Μ. Βασίλειος την μητρόπολη Καισαρείας. Κι όμως ενώ πεθάνανε νέοι, ενώ ο χρόνος δράσεως τους ήταν ελάχιστος, εν τούτοις το έργο τους υπήρξε τεράστιο. Εδώ πέρα έχει εφαρμογή αυτό που λέγει η αγία Γραφή, ότι 1000 χρόνια των ανθρώπων για τον Θεό είναι σαν μια μέρα αλλά και μια μέρα του Θεού είναι σαν 1000 χρόνια των ανθρώπων. Τουτέστιν εάν έχουμε μία μέρα του Θεού, δηλαδή μια μέρα ευλογημένη και χαριτωμένη απ’ Αυτόν στη ζωή μας, η καρποφορία της θα είναι αφάνταστη. Θα είναι σαν να ζήσαμε και να εργαστήκαμε 1000 χρόνια. Ας μείνουμε για λίγο στον Γρηγόριο τον θεολόγο π.χ. για να αισθητοποιήσουμε τα όσα λέμε. Όταν πήγε στην Κων/πολη, οι αρειανοί είχαν επικρατήσει για 40 χρόνια. Οι ναοί είχαν καταληφθεί όλοι απ’ αυτούς. Ο αρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως ήταν αρειανός. Η κοσμική διοίκηση, μέχρι που ήλθε ο Μέγας Θεοδόσιος ο Α΄, ήταν μ’ αυτούς. Το ορθόδοξο ποίμνιο μετά από όλη αυτή την μακρόχρονη περιπέτεια ελάχιστο και τρομοκρατημένο.
Κι όμως ο Γρηγόριος κατόρθωσε μέσα σε δύο χρόνια να επικρατήσει ξανά η ορθοδοξία, να καταλάβουν οι ορθόδοξοι και πάλι τους ναούς, ακόμη και τον καθεδρικό, να φύγει ο αρειανός επίσκοπος και να καταλάβει τη θέση του ο Γρηγόριος. Τέτοια ήταν η αναζωογόνηση της Ορθοδοξίας, ώστε όχι μόνο να επικρατήσει, αλλά να διοργανωθεί και η σύγκληση της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου το 381, η οποία θα ολοκληρώσει το Σύμβολο της Πίστεως, την καταπολέμηση των αιρετικών, και θ’ ανακηρύξει την αρχιεπισκοπή Κων/πόλεως σε Πατριαρχείο δεύτερο τη τάξει μετά το Πατριαρχείο της Ρώμης. Τεράστια λοιπόν η δράση τους και αντιστρόφως ανάλογη του χρόνου που είχαν στη διάθεσή τους. Μπορούμε να πούμε, ότι στο σημείο αυτό οι τρεις ιεράρχες μιμήθηκαν τον Χριστό, ο οποίος ως άνθρωπος έζησε μόνο 33 χρόνια και εργάσθηκε μόνο για 3 χρόνια. Όμως η επίδρασή του υπήρξε αιώνια και αθάνατη. Το ίδιο συνέβη και στη περίπτωση των τριών ιεραρχών. Είναι καθημερινά παρόντες στη διδαχή, στην υμνολογία, στην ερμηνευτική, στη συστηματική θεολογία της Εκκλησίας μας. Δεινοί θεολόγοι, δεινοί ελληνιστές, δεινοί νομικοί. Ειδικά ο Μ. Βασίλειος με τους 92 κανόνες του που έλαβαν οικουμενικό κύρος από την πενθέκτη οικουμενική σύνοδο είναι πατέρας του κανονικού δικαίου της Εκκλησίας μας. Οι λύσεις που δίνει στους κανόνες του απηχούν σύγχρονο δίκαιο και μάλιστα τόσο ποινικό και αστικό όσο και γενικές αρχές αυτού. Ήταν και οι τρεις ασθενικής κράσεως. Ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος εκ φύσεως, ο ι. Χρυσόστομος κατόπιν σκληράς ασκήσεως εις σπήλαιον επί διετία. Στις επιστολές τους και στα αυτοβιογραφικά αποσπάσματα των κειμένων του Γρηγορίου φαίνεται συνεχώς και κατ’ επανάληψη το φαινόμενο αυτό της αδυναμίας. Λέγει χαρακτηριστικά ο Γρηγόριος ότι «μετείχε του βίου τόσο λίγο, ώστε απλώς και μόνο να αναπνέει» (επιστολή 241 προς Αβούργιον). Κι όμως αυτοί οι αδύναμοι, οι ασθενείς, οι καχεκτικοί άκουσαν τον Παύλο που λέγει «όταν γαρ ασθενώ, τότε δυνατός ειμί». Άκουσαν το «υμείς έστε το άλας της γης…υμείς έστε το φως του κόσμου» που είπε στους αδύνατους ο Χριστός· αυτός που ως άνθρωπος ήταν τόσο αδύνατος που δεν μπόρεσε να σηκώσει τον σταυρό του· που είπε «παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο»· που είπε «διψώ»· που μίλησε παραπονετικά και είπε «Θεέ μου Θεέ μου ινατί με εγκατέλειπες».
Κι όμως αυτός ο αδύνατος είχε τη δύναμη να πει, γι’ αυτούς που τον σταυρώσανε, στο Θεό και πατέρα του· «πάτερ άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν». Είχε τη δύναμη, τον καιρό που τον κορόιδευαν ότι άλλους έσωσε και δεν μπορεί να σώσει τον εαυτό του, να μη κάνει χρήση της θείας δυνάμεώς του, που φάνηκε καθαρά μετά το θάνατό του. Είχε τη δύναμη να επικρατήσει, ενώ οι εχθροί του ανθρωπίνως τον νίκησαν. Και έτσι οι αδύνατοι που άκουσαν και ακολούθησαν τον αδύνατο Χριστό γίνανε δυνατοί. Οι αμνοί νίκησαν τους λύκους, οι φτωχοί τους πλουσίους, αυτοί που δεν είχαν προστάτες αυτούς που προστάτευε η τότε κοσμική και αιρετική εξουσία, οι άοπλοι τους οπλισμένους, οι άρρωστοι τους υγιείς. Και δεν υπερηφανεύτηκαν ούτε για τις γνώσεις που είχαν ούτε για τις αρετές ούτε για την αγιότητά τους ούτε για τα αξιώματα παρά μόνο για την ασθένεια τους, μιμούμενοι τον Παύλο που λέγει· «Ήδιστα ουν μάλλον καυχήσομαι εν ταις ασθενείαις μου, ίνα επισκηνώση επ’ εμέ η δύναμις του Χριστού». Έλεγε ο Γρηγόριος γεμάτος ενθουσιασμό και στεντορεία τη φωνή όταν αντιμετώπιζε τους αρειανούς στην Κων/πολη· «Έχουν εκείνοι τους οίκους, εμείς τον ένοικο. Αυτοί έχουν θράσος, εμείς την πίστη. Αυτοί έχουν χρυσό και άργυρο, εμείς λόγο κεκαθαρμένο». Κατ’ αυτό τον τρόπο κινούμενοι και σκεπτόμενοι οι τρεις ιεράρχες, ενώ ήταν ασθενείς και αδύνατοι σωματικά, έγιναν ηθικά πανίσχυροι, ψυχικά παντοδύναμοι, ατρόμητοι και ανυποχώρητοι στις οποιεσδήποτε πιέσεις των εκάστοτε κρατούντων. Είναι γνωστό το επεισόδιο του Μ. Βασιλείου με τον αξιωματούχο του αυτοκράτορα Ουάλη, τον Μόδεστο, ο οποίος απείλησε με δήμευση, εξορία, βασανισμούς και θάνατο αν ο Βασίλειος δεν υπάκουε στον αρειανό αυτοκράτορα. Η απάντηση του Βασιλείου στις απειλές αυτές ήταν· «Δεν φοβάμαι την δήμευση, διότι μόνο ρούχα και βιβλία έχω· ούτε την εξορία, διότι ‘του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτοίς’· οι βασανισμοί δεν με απασχολούν, διότι το ασθενικό σαρκίο μου δεν θα αντέξει και ο θάνατος που θα επέλθει θα με στείλει γρηγορότερα στον Κύριό μου». Ο Μόδεστος θαύμασε για την απάντηση και είπε γεμάτος απορία· «γιατί κανένας άλλος επίσκοπος δεν μου μίλησε έτσι»; «Γιατί δεν γνώρισες αληθινό επίσκοπο» του εξήγησε ο Μ. Βασίλειος. Εκτός της ασθενικής τους κράσεως και της φυσικής τους αδυναμίας οι τρεις ιεράρχες είχαν συνεχή συνοδό του βίου τους τον πόνο. Ο Χρυσόστομος έμεινε ορφανός λίγους μήνες μετά τη γέννηση του από πατέρα και ο Μ. Βασίλειος κι αυτός μένει ορφανός σε ηλικία 15 ετών από πατέρα. Ο ι. Χρυσόστομος, λόγω της παντελούς ελλείψεως του πατέρα του, ανέπτυξε ισχυρό ψυχικό σύνδεσμο με τη μητέρα του, μ’ αποτέλεσμα, όταν αποφάσισε να γίνει μοναχός και κείνη τον παρακάλεσε να μη τη κάνει δεύτερη φορά χήρα, εκείνος ανέβαλε την αφιέρωσή του. Εάν ο Θεός δεν έπαιρνε γρήγορα τη μητέρα του, πιθανόν να μη είχαμε σήμερα τον άγιο Χρυσόστομο. Είναι οι τρυφερές αδυναμίες μεγάλων ανδρών που μας θυμίζουν ότι δεν παύουν να είναι άνθρωποι, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ο Γρηγόριος ο θεολόγος αν και δεν έχασε τους γονείς του, εν τούτοις αντιμετωπίζει κι αυτός την ορφάνια κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο. Φύση απαλή, συναισθηματική, στενά δεμένη με τους συγγενείς και τους φίλους, χάνει τον αδελφό του Καισάριο σε ηλικία 38 ετών το 368, και την αδελφή του Γοργονία σε ηλικία 42 ετών το 369, δηλαδή ένα χρόνο μετά το θάνατο του αδελφού του. Μετά πέντε χρόνια, το 374, χάνει τον πατέρα του 100 ετών και σε λίγους μήνες την μητέρα του που πλησίαζε κι αυτή τα 100. Και μετά τέσσερα χρόνια το 378 χάνει τον φίλο του τον μέγα Βασίλειο. Σε επιστολή του προς τον Ευδόξιο γράφει· «Με ρωτάς πως είναι η κατάστασή μου. Πολύ πικρή. Δεν έχω τον Βασίλειο, δεν έχω τον Καισάριο, τον πνευματικό αδελφό και τον σωματικό. Ο πατέρας μου και η μητέρα μου με εγκατέλειψαν… Το σώμα μου είναι άρρωστο, τα γηρατειά είναι στα πρόθυρα της ζωής μου. Στις οποιεσδήποτε ενέργειές μου παρουσιάζονται επιπλοκές και αντιδράσεις. Οι φίλοι μου με δείχνουν απιστία, η ζωή της Εκκλησίας παραμένει αποίμαντη. Ο πλους εν νυκτί, πυρσός ουδαμού, Χριστός καθεύδει…Μια λύση λυτρώσεως υπάρχει για μένα ο θάνατος (επιστολή 80). Στην ανωτέρω επιστολή μεταξύ των άλλων παρουσιάζει και την απιστία των φίλων.
Ο Γρηγόριος ο οποίος ύμνησε την φιλία όσο λίγοι, ο Γρηγόριος που θυμάται την Αθήνα και την εγκωμιάζει, όχι τόσο για τα αγαθά της παιδείας που του προσέφερε, αλλά γιατί στην Αθήνα δημιούργησε την φιλία του με το Μ. Βασίλειο, αυτός μιλά με πόνο και για τους άπιστους φίλους. Λοιπόν οι αληθινοί φίλοι του έχουν πεθάνει και οι ζωντανοί δεν του είναι πιστοί. Είναι ένα είδος ορφάνιας κι αυτό. Είναι κάτι που αναστάτωσε κι αυτόν τον ψύχραιμο και φλεγματικό Μ. Βασίλειο, ο οποίος σε ανάλογη περίπτωση είπε· «κοντεύω να γίνω μισάνθρωπος». Πράγματι, στην Κων/πολη αργότερα, ο Γρηγόριος ενώ δεν λύγισε από τον πόλεμο των αιρετικών εν τούτοις αναστατώθηκε από τον Μάξιμο τον κυνικό φιλόσοφο. Τον εκτίμησε διά την ασκητικότητά του και την ορθοδοξία του. Τον φιλοξένησε, τον βάπτισε, και τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. Εκείνος όμως φιλοδόξησε να γίνει κρυφά αρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως ανατρέποντας το έργο του ευεργέτου του. Το γεγονός αυτό έθλιψε βαθύτατα τον Γρηγόριο, όπως και το ότι στην προσπάθειά του ο Μάξιμος είχε βοηθό του τον αρχιεπίσκοπο Πέτρο Αλεξανδρείας! «Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος», ο κόσμος της Εκκλησίας… Μέσα στη ζωή των τριών ιεραρχών βλέπουμε επίσης ξεκάθαρα τη φανέρωση του μυστηρίου της θείας προνοίας. Ενώ ο Γρηγόριος έγραφε την επιστολή του προς τον Ευδόξιο και κατέληγε ότι το μόνο που περιμένει είναι ο θάνατος για να σβήσει την λύπη του για όσα προσωπικά και εκκλησιαστικά κακά έβλεπε, μετά από λίγους μήνες, σύνοδος της Αντιοχείας τον αποστέλλει στην Κων/πολη ν’ αναλάβει εν λευκώ την εκκλησιαστική διοίκηση. Να που ο πυρσός άναψε και ο Χριστός ξύπνησε και η Εκκλησία απόκτησε ποιμένα. Να που η θεία πρόνοια επεμβαίνει, όπου και όποτε αυτή κρίνει σωστό. Βέβαια ο Γρηγόριος έμεινε εκεί μόνο δύο χρόνια. Η αντίθεση της Ρώμης και της Αλεξάνδρειας με την Κων/πολη και ο φθόνος συνεπισκόπων του τον ανάγκασαν να φύγει. Πλην όμως ο Γρηγόριος εάν ζούσε και μόνο τα δύο χρόνια που αφιέρωσε στην Κων/πολη (379-381) θα ήταν ο ίδιος όπως τον γνωρίζουμε. Ο άρχοντας του άμβωνα, ο κήρυκας της θυσίας και της αγάπης, η κορυφή της θεολογίας, ο αγωνιστής της Ορθοδοξίας. Σήμερα διαβάζουμε στην εκκλησιαστική ιστορία για δεκάδες πατριάρχες που διακόνησαν το πατριαρχείο της Κων/πόλεως. Πολλούς απ’ αυτούς τους γνωρίζουμε μόνο στο όνομά τους ή γνωρίζουμε την καταστροφή που επέφεραν στην Ορθοδοξία και στο θεσμό του πατριαρχείου. Ενώ ο Γρηγόριος μένει συνεχώς στην ιστορία και μας διδάσκει και μας εμπνέει και μας στηρίζει και παντού μνημονεύεται και η μορφή του διατρέχει όλες τι εποχές και θα τις διατρέχει έως συντελείας αιώνος. Κανένα πρόβλημα που ο Θεός τον άφησε μόνο δύο χρόνια στην Κων/πολη. Το μυστήριο της θείας προνοίας το βλέπουμε και στη ζωή του Μ. Βασιλείου.
Αναφέραμε ήδη το γεγονός με τον Μόδεστο και τον αυτοκράτορα Ουάλη. Μετά το επεισόδιο αυτό ο Μόδεστος έγινε φίλος του, ο δε Ουάλης, ενώ είχε αποφασίσει να υπογράψει το διάταγμα εξορίας, είδε το χέρι του να τρέμει και να παραλύει. Έτσι σταμάτησε. Αργότερα, όταν επισκέφθηκε την Καισάρεια και είδε το Μ. Βασίλειο και το έργο του, τόσο εντυπωσιάσθηκε που αντί για εξορία του χορήγησε οικονομική ενίσχυση για τα ιδρύματά του. Και στη ζωή του ιερού Χρυσοστόμου βλέπουμε τη θεία πρόνοια να ενεργεί. Ενώ δρούσε ως κληρικός στην Αντιόχεια της Συρίας, μακριά από την Κων/πολη, χωρίς ιδιαίτερες διασυνδέσεις και γνωριμίες με υψηλά εκκλησιαστικά και πολιτικά πρόσωπα, τον απήγαγαν κυριολεκτικά για να τον κάνουν αρχιεπίσκοπο. Τι είχε συμβεί; Ο ευνούχος Ευτρόπιος, πρωθυπουργός στη Βυζάντιο, παντοδύναμος και επηρεάζων τον αυτοκράτορα Αρκάδιο στον οποίον είχε προξενέψει και την Ευδοξία ως σύζυγό του, είχε επισκεφθεί την Αντιόχεια και γνώρισε την προσωπικότητα και το έργο του Χρυσοστόμου. Έδωσε εντολή στον έπαρχο να πάρει τον Χρυσόστομο με άμαξα, δήθεν για να τον ξεναγήσει στους τάφους των μαρτύρων, και κείνος τον μετέφερε στην Κων/πολη. Αργότερα βέβαια, ο Χρυσόστομος ήλεγξε τον Ευτρόπιο για τη φιλαργυρία του, για την αγάπη του στα πολυδάπανα πανηγύρια και για την κατάργηση του ασύλου των ναών, με αποτέλεσμα να έρθει σε ρήξη μαζύ του και να παγώσει περισσότερο τις σχέσεις του με τα ανάκτορα.Θαυμαστή θεολογική ανάπτυξη, του μυστηρίου της θείας προνοίας, έχουμε στη πραγματεία του ι. Χρυσοστόμου «τον εαυτόν μη αδικούντα ουδείς παραβλάψαι δύναται». Εκεί ο ιερός πατήρ αναπτύσσει και εξηγεί διά πολλών, ενώ βρίσκεται στην δεύτερη εξορία του, ότι «πολλοί οι αδικούντες, ουδείς ο αδικούμενος» λόγω της θείας προνοίας. Θα πει κάποιος· ωραία όλα αυτά, αλλά «τω καιρώ εκείνω». Σήμερα που ζούμε σε πολυπολιτισμικά, πολυεθνικά και πολυθρησκειακά περιβάλλοντα τι γίνεται; Έχουν θέση οι τρεις ιεράρχες στην παιδεία μας; Βεβαίως έχουν. Οι ίδιοι ζήσανε και εργάστηκαν σε παρόμοια περιβάλλοντα. Και διαλέχτηκαν με την εποχή τους, αντέκρουσαν εσφαλμένες θεωρίες, διόρθωσαν φιλοσοφικά ατοπήματα βάσει του ευαγγελίου. Βεβαίως τον χριστιανισμό ποτέ δεν μπορούμε να τον επιβάλλουμε διά της βίας. Όταν το κάνουμε αυτό τον καταργούμε. Αλλά με διάκριση, σύνεση, φωτισμό Θεού μπορούμε να τον παρουσιάζουμε. Μπορεί η επιστήμη να προόδευσε και να έχουν αλλάξει τα πάντα. Αλλά ο θάνατος και ο πόνος παραμένουν ακλόνητα και άπαρτα κάστρα και το μεταφυσικό κενό όσο αυξάνει η γνώση τόσο μεγεθύνεται. Η χριστιανική πίστη και η χριστιανική κοσμοθεωρία, σήμερα, είναι όσο ποτέ αναγκαία. Ας το προσέξουμε.
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ
Τα σχόλια είναι κλειστά.